"Είμαστε ένας λαός με παλικαρίσια ψυχή, που κράτησε τα βαθιά κοιτάσματα της μνήμης του σε καιρούς ακμής και σε αιώνες διωγμών και άδειων λόγων. Τώρα που ο τριγυρινός μας κόσμος μοιάζει να θέλει να μας κάνει τρόφιμους ενός οικουμενικού πανδοχείου, θα την απαρνηθούμε άραγε αυτή τη μνήμη; Θα το παραδεχτούμε τάχα να γίνουμε απόκληροι"

Γιώργος Σεφέρης

Κυριακή 22 Φεβρουαρίου 2015

Κράτος και Εκκλησία: πρόταση για έναν ιστορικό συμβιβασμό


Του Μάριου Νοβακόπουλου

Τα τελευταία χρόνια το ζήτημα των σχέσεων μεταξύ του ελληνικού κράτους και της Ορθόδοξης Εκκλησίας έχει έρθει πολλές φορές στην επικαιρότητα.  Η αντιπαράθεση, εξαιρετικά πολωμένη και συναισθηματικά φορτισμένη (όπως όλες σχεδόν στην Ελλάδα), συνοδεύεται από γενικεύσεις, στερεότυπα, υπερβολές και παρεξηγήσεις, και από τις δύο πλευρές.

Από τη μία, η αντεκκλησιαστική τάση, αποτελούμενη κατά κύριο λόγο από αριστερούς και φιλελευθέρους, θεωρεί την ταύτιση κράτους και Εκκλησίας ως απαρχαιωμένη μεσαιωνική πρακτική και επονείδιστο αναχρονισμό.  Χρησιμοποιούν ως σύγκριση τα δυτικοευρωπαϊκά κράτη, τα περισσότερα εκ των οποίων είναι κοσμικά και ουδετερόθρησκα.  Αυτό εντείνεται και από το γεγονός ότι μέγιστο μέρος της διανοητικής ελίτ είναι γαλλοανατεθραμμένο γαλλομαθές, και ως γνωστόν η ουδετερόθρησκη πολιτική της Γαλλίας (laicite) είναι η σκληρότερη της Δύσης (και όπως και τον καιρό του Δραγούμη, «όποιος δεν έχει πάει στο Παρίσι δεν είναι άνθρωπος»).  Η πολυπολιτισμική, πολυθρησκευτική και πολυεθνική κοινωνία που οραματίζονται οι αριστεροί οφείλει να έχει όλες τις θρησκείες ισότιμες χωρίς κανένα προνόμιο για καμία συγκεκριμένη από αυτές.  Δυσφορούν δε για την επιβάρυνση του προϋπολογισμού με τη μισθοδοσία των ιερέων, που «πληρώνονται χωρίς να κάνουν τίποτα» (κατά μια ξεκάθαρα αθεϊστική προσέγγιση).
Η δε φιλεκκλησιαστική τάση, στην οποία ανήκουν συντηρητικοί πολίτες και σχήματα, ιδίως της δεξιάς, βλέπουν στην εκκοσμίκευση θανάσιμους εθνικούς και κοινωνικούς κινδύνους.  Το γεγονός πως η κοινή θρησκεία αποτέλεσε για πολλούς αιώνες το σημαντικότερο και θεμελιωδέστερο συνεκτικό στοιχείο της εθνικής συνείδησης και της κοινωνικής ταυτότητας για τους Έλληνες, δημιουργεί ανησυχία πως ο διαχωρισμός κράτους και Εκκλησίας θα οδηγήσει σε μαρασμό της πίστης και της θρησκευτικότητας, το οποία με τη σειρά του θα φέρει χαλάρωση της ηθικής και της κοινωνικής συνοχής, απώλεια της ελληνικής ταυτότητας και τελικά αλλοτρίωση και αφομοίωση του έθνους μεταξύ των αυξανομένων μεταναστών και της παγκόσμιας αγγλοσαξονικής κουλτούρας.  Αντιτείνουν ότι η Ελλάδα είναι από τις πιο θρησκευόμενες χώρες της Ευρώπης, με τεράστια εκκλησιαστική συμβολή στην εθνική επιβίωση και (μη προσμετρουμένων των μεταναστών) εντυπωσιακή θρησκευτική ομοιογένεια (98% κατά το The World Factbook της CIA).


Μέχρι τώρα, από νομική άποψη το ζήτημα έχει ελάχιστα ανακινηθεί, και κάθε αλλαγή προς την εκκοσμίκευση συναντά οργίλη αντίδραση των συντηρητικών, που φοβούνται πως έστω και μικρές μεταβολές θα είναι απλά το πρώτο βήμα για ένα σταδιακό θρησκευτικό αποχρωματισμό της χώρας και απώλεια του ελληνορθόδοξου κοινωνικού χαρακτήρα.  Με την άνοδο του Συνασπισμού της Ριζοσπαστικής Αριστεράς στην εξουσία και την πολιτική ορκωμοσία του πρωθυπουργού και των περισσοτέρων υπουργών (για πρώτη φορά στην ελληνική ιστορία), φάνηκε για πρώτη φορά η κυβέρνηση να τείνει προς την κατεύθυνση του διαχωρισμού, και στο χριστεπώνυμο πλήρωμα έχει δημιουργηθεί αναταραχή.
Ας γίνει εδώ μία διαπίστωση:  όσα μέτρα προς το διαχωρισμό κράτους και εκκλησίας και να γίνουν, ένα μεγάλο μέρος των συμπαθούντων της αντεκκλησιαστικής τάσης (άθεοι, αριστεροί κ.α.) δε θα είναι ποτέ ικανοποιημένο.  Θα ενοχλούνται από τις καμπάνες, από τις υπαίθριες τελετές, από οποιαδήποτε εκφορά δημοσίου λόγου από πλευράς κληρικών, και φυσικά κάθε πτυχή της χριστιανικής ζωής και κοσμοθεωρίας θα χλευάζεται με την πρώτη ευκαιρία.  Δε θα πρέπει να ξεχνάμε ότι η αθεΐα είναι «πίστη» ζηλωτική, και ο εμφορούμενος από αυτήν συνήθως διακατέχεται από ένα υψηλό αίσθημα ανωτερότητας, βλέποντας τους ενθρήσκους τουλάχιστον ως αφελείς, απλοϊκούς και οπισθοδρομικούς, όπως πολύ εύστοχα  είχε ψυχογραφήσει πριν δεκαετίες ο Φώτης Κόντογλου.

Αυτό δε σημαίνει ότι η συντηρητική παράταξη και οι θρησκευόμενοι πολίτες πρέπει στο ζήτημα αυτό να αγκιστρωθούν μανιακά στην υφιστάμενη κατάσταση και να απορρίπτουν κάθε μεταρρυθμιστική προσπάθεια.  Με γόνιμο και πολιτισμένο διάλογο, χωρίς προκαταλήψεις και ισοπεδωτικές γενικεύσεις (οι χριστιανοί είναι αυτομάτως φανατικοί, οι άθεοι είναι αυτομάτως ανήθικοι), οι εκπρόσωποι (πολιτικοί, ακαδημαϊκοί, κοινωνικοί κ.α.) των δύο τάσεων και των δύο φορέων (του κράτους και της Εκκλησίας), μπορούν να φθάσουν σε κοινούς τόπους, σε σημεία όπου τομές και αλλαγές μπορούν να γίνουν ικανοποιώντας  και τις δύο πλευρές, ή τουλάχιστον τα μετριοπαθή στοιχεία τους.  Διότι αυτή είναι η μεγαλύτερη παρεξήγηση που υπάρχει στο σημερινό διάλογο, διάχυτη και στις δύο παρατάξεις:  ότι ο διαχωρισμός κράτους και Εκκλησίας θα οδηγήσει αυτόματα στον υποβιβασμό και μαρασμό της δεύτερης.  Για να αρθεί αυτή η παρανόηση, ας καταφύγουμε σε ορισμένους ορισμούς.

Στη συζήτηση δύο είναι τα αντιτιθέμενα ζεύγη εννοιών:  η ένωση κράτους-Εκκλησίας προς το κοσμικό κράτος, και το ένθρησκο κράτος προς το ουδετερόθρησκο κράτος.

Όταν σε μία χώρα υπάρχει ένωση κράτους-Εκκλησίας, αυτό σημαίνει ότι υπάρχει επίσημη νομική σύζευξη μεταξύ των δύο, και μία συγκεκριμένη Εκκλησία είναι η επίσημη της χώρας.  Οι λειτουργοί της είναι δημόσιοι αξιωματούχοι, και τα κυβερνητικά όργανα ασκούν μικρότερο ή μεγαλύτερο έλεγχο στο εσωτερικό της Εκκλησίας (π.χ. στην Ελλάδα το Υπουργείο Παιδείας και Θρησκευμάτων ορίζει τους τρεις μητροπολίτες ανάμεσα από τους οποίους ο Οικουμενικός Πατριάρχης θα επιλέξει τον Αρχιεπίσκοπο Κρήτης).  Η πρακτική αυτή της κρατικής Εκκλησίας (γερμανιστί staatkirche) μπήκε σε εφαρμογή στην Ευρώπη μετά το Μεσαίωνα, όταν πλέον οι (ισχυροποιημένοι μετά την πτώση της φεουδαρχίας) βασιλείς δεν ανέχονταν η Καθολική Εκκλησία κάθε χώρας να είναι τελείως ανεξάρτητη από την πολιτική και φοροεισπρακτική τους δικαιοδοσία, υπαγόμενη αποκλειστικά στην Αγία Έδρα της Ρώμης.  Σε πολλές χώρες οι ιερείς αναγκάστηκαν να δώσουν όρκο πίστης στο βασιλιά και τη χώρα αντί του Πάπα (αγγλιστί juror priests).  Στις δε χώρες που επικράτησε η Μεταρρύθμιση των διαμαρτυρομένων, οι νέες εκκλησίες κρατικοποιήθηκαν για να γίνουν στήριγμα του καθεστώτος και να καταπολεμηθεί η καθολική διείσδυση.  Χαρακτηριστικότερο παράδειγμα η Μεγάλη Βρετανία, όπου ανωτάτη κεφαλή της Αγγλικανικής Εκκλησίας είναι η βασίλισσα.  Η Εκκλησία αυτή μάλιστα έχει και 26 επισκόπους στη Βουλή των Λόρδων.
Κοσμικό είναι το κράτος όπου δεν υπάρχει κρατική, επίσημη, δημόσια Εκκλησία.  Οι δύο θεσμοί είναι απολύτως διακριτοί διοικητικά, θεσμικά και νομικά.  Η δε επέμβαση του ενός στα εσωτερικά ζητήματα του άλλου απαγορεύεται.  Η επικράτηση του στην Ευρώπη είναι επίσης κατά κύριο λόγο αντίδραση στο συγκεντρωτισμό και τον αυταρχισμό της Καθολικής Εκκλησίας (για αυτό και η αυστηρότερη εκκοσμίκευση υπάρχει στη Γαλλία, που μέχρι την Επανάσταση του 1789 ήταν το καμάρι της Αγίας Έδρας).

Φθάνοντας στο δεύτερο ζεύγος, ένθρησκο κράτος είναι αυτό όπου η επικρατούσα Εκκλησία έχει μεγάλη κοινωνική επιρροή και δραστηριότητα, ευρεία λαϊκή απήχηση και ισχυρούς δεσμούς με την ιστορία του έθνους, συνεπώς χαίρει προνομίων και ειδικού καθεστώτος.  Η άποψη της έχει βαρύνουσα πολιτική σημασία.  Στα κράτη αυτά το μάθημα των θρησκευτικών στα σχολεία έχει συνήθως ομολογιακό χαρακτήρα, δηλαδή δίνει βάση στο να εμφυσήσει στους μαθητές τα δόγματα της επικρατούσας θρησκείας.
Αντίθετα, το ουδετερόθρησκο κράτος είναι καθαρά θρησκευτικά αποχρωματισμένο και διάφορο.  Καμία θρησκεία δεν έχει θέση στον πολιτικό διάλογο, ούτε χαίρει προνομίων.  Όλες, από τη μεγαλύτερη μέχρι τη μικρότερη, είναι ίσες και διαχωρισμένες από κάθε πολιτική και εκπαιδευτική αρχή.  Στη δε εκπαίδευση τα θρησκευτικά έχουν χαρακτήρα ίσης προβολής όλων των θρησκειών (θρησκειολογία).  Η θρησκευτικότητα των χωρών αυτών είναι συνήθως χαμηλή.

Υπάρχουν φυσικά και άλλα υποδείγματα, όπως η θεοκρατία (Βατικανό, Σαουδική Αραβία), το άθρησκο κράτος (σοσιαλιστικές χώρες Ανατολικού Μπλοκ) ή το αντίθρησκο κράτος (Βόρεια Κορέα, κομουνιστική Αλβανία και Καμπότζη) αλλά είναι ασύμβατα με τη δημοκρατία και το δικαίωμα στην ελεύθερη θρησκευτική συνείδηση.

Αυτό που πρέπει να γίνει κατανοητό, είναι ότι ένα κράτος με επίσημη εκκλησία δεν είναι απαραίτητα ένθρησκο, ούτε ένα κοσμικό κράτος απαραίτητα ουδετερόθρησκο.  Αντίθετα, αυτά τα πρότυπα διακλαδίζονται, δημιουργώντας τέσσερις επιλογές, όπως δείχνει ο παρακάτω πίνακας.

ΝΟΜΙΚΟ ΠΛΑΙΣΙΟ

Ένωση Εκκλησίας-Κράτους
Κοσμικό Κράτος
ΠΝΕΥΜΑΤΙΚΟ
ΠΛΑΙΣΙΟ
Ένθρησκο Κράτος
Ελλάδα, Μάλτα
Πολωνία, Κύπρος
Ουδετερόθρησκο Κράτος
Μεγάλη Βρετανία (Αγγλία), Νορβηγία
Γαλλία, Ολλανδία

Ο πίνακας αυτός δείχνει πολύ καθαρά και χαρακτηριστικά το πώς η υπαγωγή μίας Εκκλησίας υπό καθεστώς κρατικού φορέα επ’ ουδενί λόγω δεν της εγγυάται πολιτική και κοινωνική επιρροή.  Η κρατική Αγγλικανική Εκκλησία πνέει τα λοίσθια, το ποίμνιο της έχεις συρρικνωθεί δραματικά (σε αυτό συνέβαλαν μεταξύ πολλών άλλων και οι «φιλελεύθερες» μεταρρυθμίσεις της, που αποξένωσαν τους παραδοσιακούς χριστιανούς) και αντιμετωπίζει σοβαρά οικονομικά προβλήματα.  Από την άλλη, η διαχωρισμένη από το κράτος Καθολική Εκκλησία της Πολωνίας είναι πανίσχυρη, με τεράστια επιρροή και κύρος, η δε χώρα είναι από τις πιο θρησκευόμενες στην Ευρώπη.

Στην Ελλάδα η βαυαρική αντιβασιλεία του Όθωνα (1833-1835) μετεμφύτευσε το δυτικό μοντέλο του καισαροπαπισμού (μεταξύ πολλών ξένων αντιλήψεων αταίριαστων με την ελληνική κοινωνία), της Εκκλησίας δούλης του κράτους, εντελώς παράταιρο με την ορθόδοξη παράδοση και πρακτική.  Η κρατικοποίηση της Εκκλησίας απέκοψε τις οργανικές σχέσεις της με την κοινότητα (έτερος θεσμός που η βαυαροκρατία διέλυσε) και άμβλυνε το συμμετοχικό πνεύμα.  Ακολούθησε η διαπλοκή με πολιτικές διαδικασίες, κόμματα και συμφέροντα, η διαφθορά και η ανάπτυξη δημοσιοϋπαλληλικής νοοτροπίας.
Η κρατικοποίηση της Εκκλησίας οδήγησε σε απαράδεκτη εμπλοκή του κράτους στα της Εκκλησίας.  Είναι παράλογο από θεολογική άποψη, οι σχέσεις της Εκκλησίας της Ελλάδος με το Πατριαρχείο, η τήρηση των ιερών κανόνων, το αναλλοίωτο της Αγίας Γραφής και η διαφύλαξη του δόγματος να αποτελούν αντικείμενο συνταγματικών διατάξεων (άρθρο 3).  Δηλαδή αν στα πλαίσια του οικουμενικού διαλόγου η Εκκλησία επανεξετάσει κάποιες θέσεις της, θα θεωρηθεί αντισυνταγματικό και θα απαγορευθεί;  Ή μήπως μια νέα συμφωνία της Εκκλησίας της Ελλάδος με το Πατριαρχείο που θα μεταβάλει τον τόμο του 1850 δε θα μπορέσει να τεθεί σε ισχύ χωρίς συνταγματική αναθεώρηση;  Το ίδιο και να διορίζονται οι μητροπολίτες με προεδρικό διάταγμα, λες και ο Σολομών έχρισε τον Νάθαν προφήτη και όχι ο Νάθαν τον Σολομώντα βασιλέα.  Όλα τα παραπάνω οδηγούν στο συμπέρασμα ότι το τωρινό καθεστώς είναι στρεβλό, επιβαρυντικό και βλαπτικό για την Εκκλησία.  Είναι λοιπόν απαραίτητος ο πλήρης και σαφής θεσμικός και νομικός διαχωρισμός των δύο.

Το τελευταίο βέβαια και πιο ακανθώδες θέμα, το οικονομικό, είναι μία άλλη ιστορία.  Το ζήτημα της χρηματοδότησης, της φορολογίας και της διαχείρισης της εκκλησιαστικής περιουσίας πρέπει να τεθεί επί τάπητος και η ελληνική κυβέρνηση να έρθει σε ένα συμβιβασμό με την Εκκλησία, που θα ελαφρύνει την πρώτη από δαπάνες και θα δίνει στη δεύτερη τα μέσα να αναζητήσει εναλλακτικές μορφές χρηματοδότησης.  Οι ειδήμονες μπορούν να βρουν διάφορες λύσεις, άλλωστε υπάρχουν πολυάριθμα υποδείγματα στο εξωτερικό, από το γενναιόδωρο γερμανικό (συλλογή μέσω κρατικής εφορίας εκκλησιαστικού φόρου υποχρεωτικού για τους πιστούς συν παχυλή ετήσια χορηγία ως αποζημίωση για την κατασχεθείσα γη επί Ναπολεοντείων πολέμων) ως το φειδωλό βρετανικό (χρηματοδότηση μόνο της συντήρησης ναών μεγάλης πολιτιστικής και ιστορικής αξίας).

Ο διαχωρισμός αυτός θα ωφελήσει αμφοτέρους τους εμπλεκομένους στην υπόθεση.  Από τη μία, το κράτος θα απαλλαγεί από οικονομικά βάρη, θα μειωθεί το εύρος των ευθυνών και αρμοδιοτήτων του, και συνεπώς η γραφειοκρατία που συνοδεύει τον κρατικό έλεγχο της Εκκλησίας.  Η Εκκλησία από την άλλη, ελεύθερη από τον ασφυκτικό εναγκαλισμό της κοσμικής εξουσίας, θα απεμπλακεί από τις παθογένειες που διακατέχουν το δημόσιο τομέα και γενικά τον κρατικό μηχανισμό, θα μειωθεί η διαπλοκή με το πολιτικό κατεστημένο και συνεπώς η διαφθορά, ενώ θα ανοιχτεί αναγκαστικά στην κοινωνία, θα προσπαθήσει να εδραιώσει την απήχηση της στους νέους και γενικά θα αγωνιστεί για όλα αυτά που με το παρόν σύστημα τα θεωρεί δεδομένα (με αποτέλεσμα να τα παραμελεί).
Θα μπορούσε να πει κάποιος εκ της φιλεκκλησιαστικής τάσης, ότι αυτό θα μπορούσε να χρησιμοποιηθεί ως πρώτο βήμα για τον αποχριστιανισμό της Ελλάδας που επιδιώκουν οι ριζοσπαστικοί της άλλης τάσης.  Άλλωστε σε όλες τις δημοκρατικές χώρες,  η ανατροπή ή η υποβάθμιση των παραδοσιακών αξιών και δομών δεν έγινε εν μία νυκτί, αλλά με σταδιακή και βαθμιαία διαδικασία, κατά την οποία με μικρές, φαινομενικά επουσιώδεις, αλλαγές οι φιλελεύθερες αντιλήψεις διείσδυσαν στη νομοθεσία, μέχρι που μερικά χρόνια ή δεκαετίες μετά γιγαντώθηκαν και ανέτρεψαν την κρατούσα τάξη.  Η ανησυχία αυτή είναι εύλογη, αλλά είναι στο χέρι της Εκκλησίας των συντηρητικών κομμάτων και στρωμάτων να εξασφαλίσουν εγγυήσεις (πολιτικές συμφωνίες, συνταγματικές και νομικές ασφαλιστικές δικλείδες κ.α.).  Η αντίθετη άλλωστε προοπτική, να εμμείνει δηλαδή ο συντηρητικός κόσμος αγκυλωμένος στην παρούσα νοσηρή κατάσταση, το μόνο που μπορεί να κάνει είναι να φέρει την κατάσταση στα άκρα.

Παρεμπιπτόντως, εκλιπούσης της βαυαρογενούς staatkirche μπορεί πλέον να επανεξεταστεί το ζήτημα των δικαιοδοσιών, αφού δε θα υπάρχει πλέον λόγος να υφίστανται στην Ελλάδα 5 διαφορετικά εκκλησιαστικά καθεστώτα, δηλαδή η αυτοκέφαλη Εκκλησία της Ελλάδος από τη μία, το Οικουμενικό Πατριαρχείο από την άλλη (αυτόνομη Εκκλησία της Κρήτης, Άγιο Όρος, μητροπόλεις Δωδεκανήσου) και το μικτό σύστημα των Νέων Χωρών.  Είναι θέμα ακανθώδες, καθότι ήδη τώρα υπάρχει τριβή Αθηνών και Κωνσταντινουπόλεως για το ποιος υπερέχει στο ελληνικό ποίμνιο, συν ότι τυχόν ενοποιητικές ανακατατάξεις θα προκαλέσουν αλλαγές στην ιεραρχία, κατάργηση θώκων κ.α.  Αξίζει όμως να γίνει προσπάθεια υπερκέρασης των συντεχνιακών συμφερόντων του ανωτέρου κλήρου χάριν της ενότητας της Ελλαδικής Ορθοδοξίας.

Για να αποδώσει καρπούς ο διάλογος περί των σχέσεων κράτους και Εκκλησίας, οφείλει η συντηρητική τάση αντί να προβάλει στείρα άρνηση και ανασφαλή αντανακλαστικά, να αντιπροτείνει μεταρρυθμίσεις.  Η συναίνεση και ο συμβιβασμός στο θεσμικό-νομικό θέμα θα προλάβει τυχόν ακραίες ενέργειες και θα ρίξει τους τόνους, και θα περάσει πολύς καιρός μέχρι να ξανανοίξουν οι (αιωνίως ανικανοποίητοι) ριζοσπαστικοί το θέμα.  Και με την Εκκλησία ελεύθερη, αυτοδύναμη και με ενεργότερη κοινωνική διείσδυση και δραστηριότητα, η κατάσταση θα είναι πολύ καλύτερη από τη σημερινή.


Ο Μάριος Νοβακόπουλος είναι προπτυχιακός φοιτητής του Τμήματος Διεθνών, Ευρωπαϊκών και Περιφερειακών Σπουδών του Παντείου Πανεπιστημίου.

Δεν υπάρχουν σχόλια:

Δημοσίευση σχολίου

Μας ενδιαφέρουν οι άποψεις σας και οι διαφωνίες σας.
Ο γόνιμος διάλογος μας κάνει όλους πιο σοφούς.

Related Posts Plugin for WordPress, Blogger...