π. Δημήτρης Μπαθρέλλος
Συγκεντρωθήκαμε απόψε στο χώρο αυτό, για να τιμήσουμε τη μνήμη των
τριών Ιεραρχών: του Μεγάλου Βασιλείου, του Γρηγορίου του Θεολόγου και
του Ιωάννου του Χρυσοστόμου, των ανθρώπων δηλαδή εκείνων οι οποίοι
δικαιολογημένα θεωρούνται ως οι προστάτες της παιδείας, ή, πιο
συγκεκριμένα, των ελληνικών και χριστιανικών γραμμάτων. Ο αποψινός
εορτασμός οφείλεται στη βαθύτατη επίδρασή των τριών Ιεραρχών στην
παιδεία, και γενικότερα στην πνευματική πορεία του ελληνισμού και του
χριστιανισμού. Το ότι όμως τους εορτάζουμε και τους τιμάμε, και μάλιστα
με τόσο μεγάλη λαμπρότητα, φανερώνει και τη δική μας πίστη σε δύο
πράγματα. Πρώτον στην αξία της παιδείας, όχι μόνο, ή ενδεχομένως, όχι
τόσο ως απόκτησης χρήσιμων για την επαγγελματική και οικονομική μας
αποκατάσταση τεχνικών δεξιοτήτων, αλλά και ως καλλιέργειας του όλου
ανθρώπινου προσώπου. Της παιδείας την οποία υπηρετούν οι εκπαιδευτικοί
μας, και προς την οποία δικαιολογημένα προσανατολίζονται οι ελπίδες μας
για το μέλλον. Δεύτερον, ο αποψινός εορτασμός φανερώνει την πεποίθησή
μας πώς ο συνδυασμός ελληνικής παιδείας και χριστιανικής πίστης που
πραγματοποίησαν οι τρεις Ιεράρχες αποτελεί πολύτιμη παρακαταθήκη και για
τη σύγχρονη εποχή.
Σε τι όμως, πιο συγκεκριμένα, συνίσταται η συμβολή των τριών
Ιεραρχών; Ποια είναι η σημασία της όχι μόνο για την Ελλάδα του χθες,
αλλά και για την Ελλάδα του 21ου αιώνα, όπως επίσης και για ολόκληρη την
σημερινή ανθρωπότητα; Το ερώτημα αυτό είναι καίριο, διότι, εάν η μελέτη
της ζωής και του έργου των τριών Ιεραρχών έχει κάποια αξία και για μάς
σήμερα, δεν είναι επειδή θα μάς ικανοποιήσει ενδεχομένως κάποια ιστορική
περιέργεια σχετικά με το παρελθόν μας, αλλά επειδή μπορεί, και στη
σημερινή εποχή, να μάς διευκολύνει στο να κατανοήσουμε καλύτερα το Θεό,
τον κόσμο και τον ίδιο τον εαυτό μας, και να πάρουμε κάποια χρήσιμα
μηνύματα για το μέλλον μας.
Στην αποψινή ομιλία μου δεν πρόκειται να αναφερθώ με λεπτομέρειες στη
ζωή και το έργο των τριών Ιεραρχών. Πληροφορίες για το θέμα αυτό μπορεί
εύκολα να αντλήσει ο καθένας μας ανατρέχοντας σε κάποιο βιβλίο
βυζαντινής ιστορίας ή ακόμα και σε κάποια εγκυκλοπαίδεια. Θα ήθελα
αντιθέτως να εστιάσω την προσοχή μας στη συμβολή των τριών Ιεραρχών όσον
αφορά την πραγματικά κοσμοιστορική συνάντηση ελληνισμού και
χριστιανισμού, μια συνάντηση που σε μεγάλο βαθμό πραγματοποιήθηκε αλλά
και ωρίμασε στην εποχή τους, δηλαδή στον τέταρτο μετά Χριστόν αιώνα, και
η οποία καθορίζει την ιστορία μας και τη ζωή μας μέχρι και σήμερα.
Ο χριστιανισμός, όπως γνωρίζουμε, προήλθε από την πολιτιστική και
θρησκευτική μήτρα του ιουδαισμού. Ο Χριστός ήταν ο Μεσσίας για τον οποίο
είχαν μιλήσει οι προφήτες, αυτός τον οποίον ανέμενε επί αιώνες ο λαός
της Παλαιάς Διαθήκης ως σωτήρα και λυτρωτή. Μετά το θάνατο του Χριστού,
την Ανάστασή του και την Πεντηκοστή, η πρώτη χριστιανική Εκκλησία
συγκροτείται στην πόλη των Ιεροσολύμων και αποτελείται από εξ ιουδαίων
χριστιανούς, οι οποίοι εξακολουθούσαν να πηγαίνουν στις Ιουδαικές
συναγωγές, και να λατρεύουν το Θεό στον ιουδαικό Ναό των Ιεροσολύμων.
Ήδη βέβαια, όπως γνωρίζουμε, πολύ πριν από τη γέννηση του Χριστού ο
ιουδαισμός είχε έρθει σε επαφή με τον ελληνισμό – να θυμίσω σχετικά την
περίφημη μετάφραση της Παλαιάς Διαθήκης στα ελληνικά τον τρίτο αιώνα προ
Χριστού, η οποία είναι γνωστή ως η μετάφραση των εβδομήκοντα, και η
οποία παραμένει ως σήμερα το επίσημο κείμενο της Παλαιάς Διαθήκης για
την Ορθόδοξη Εκκλησία. Ωστόσο, παρά τις ιουδαικές του καταβολές, ο
χριστιανισμός επρόκειτο πολύ σύντομα να βγει από τα στενά όρια του
Ιουδαισμού και να απευθυνθεί σε ολόκληρη την οικουμένη. Αυτό οφείλεται
στο γεγονός ότι η χριστιανική πίστη ήταν κάτι το καινούργιο, που είχε
από την αφετηρία του, παγκόσμια, οικουμενική προοπτική. Ο Θεός των
χριστιανών είναι Θεός όλων των ανθρώπων, θέλει, όπως μάς λέει το
ευαγγέλιο, όλοι οι άνθρωποι να σωθούν και να έλθουν στην επίγνωση της
αλήθειας. Ο ίδιος ο Χριστός, μετά την Ανάστασή του, είπε στους
αποστόλους του, ‘πορευθέντες εις τον κόσμον άπαντα κηρύξατε το
Ευαγγέλιον πάση τη κτίσει’, πηγαίνετε να κηρύξετε το Ευαγγέλιο σε
ολόκληρο τον κόσμο. Πιστοί στην εντολή του Χριστού, οι πρώτοι μαθητές
του πολύ σύντομα μετέφεραν το χριστιανικό μήνυμα έξω από τα εθνικά,
θρησκευτικά, και γεωγραφικά όρια του ιουδαισμού. Για λόγους όμως που
είναι γνωστοί μόνο στην πρόνοια του Θεού, η χριστιανική πίστη δεν
εξαπλώθηκε ιδιαίτερα, για παράδειγμα, στη νότια Αφρική ή την ανατολική
Ασία. Αντιθέτως, ήδη από τις πρώτες μεταχριστιανικές δεκαετίες, η
χριστιανική Εκκλησία εξαπλώνεται με ιδιαίτερη επιτυχία στον λεγόμενο
Ελληνορωμαικό κόσμο. Στον κόσμο αυτό η ελληνική γλώσσα, φιλοσοφία,
τέχνη, και θρησκευτικότητα ήταν κυρίαρχες. Ο χριστιανισμός επρόκειτο να
συναντήσει τον ελληνισμό, μέσα από μια συνάντηση σωτήρια για τον δεύτερο
και γόνιμη για τον πρώτο.
Οι τρεις πρώτοι βέβαια χριστιανικοί αιώνες ήταν αιώνες αργής και
μαρτυρικής ανάπτυξης της χριστιανικής Εκκλησίας, την οποία συγκλόνιζαν
κατά καιρούς τοπικοί ή γενικότεροι διωγμοί. Αυτοί ήταν οι αιώνες όχι
τόσο της θεολογικής μαρτυρίας όσο του χριστιανικού μαρτυρίου, της μέχρι
θανάτου δηλαδή πιστότητας στην ευαγγελική αλήθεια. Από τον τέταρτο όμως
αιώνα και μετά, καθώς ο χριστιανισμός καταρχάς νομιμοποιείται και στη
συνέχεια μετατρέπεται σε επίσημη θρησκεία της αυτοκρατορίας, ο
ελληνισμός και ο χριστιανισμός, τα δύο αυτά κορυφαία πολιτιστικά και
θρησκευτικά ρεύματα της εποχής, έρχονται σε στενότερη επικοινωνία, και
μάλιστα μέσα σε ένα κόσμο εθνικής, πολιτιστικής, γλωσσικής, και
θρησκευτικής πανσπερμίας, ο οποίος δεν διαφέρει ίσως από την άποψη αυτή
και τόσο πολύ από τον δικό μας.
Έχουν διατυπωθεί τρεις βασικές θεωρίες σχετικά με τη συνάντηση
ελληνισμού και χριστιανισμού και τα αποτελέσματά της. Η πρώτη είναι
γνωστή ως ‘εξελληνισμός του χριστιανισμού’, και η πατρότητά της ανήκει
στον Αντολφ φον Χάρνακ, τον μεγαλύτερο Γερμανό Εκκλησιαστικό Ιστορικό
του 19ου και των πρώτων δεκαετιών του 20ου αιώνα. Σύμφωνα με τη θεωρία
αυτή, μέσα από τη συνάντησή του με τον ελληνισμό, ο χριστιανισμός
αλλοτριώθηκε, υποτάχθηκε σε ελληνικές φιλοσοφικές και θρησκευτικές
κατηγορίες σκέψης και πράξης, και έχασε την αυθεντικότητά του. Θα πρέπει
κατά συνέπεια ο χριστιανισμός, έστω και τώρα, να απαλλαγεί από τις
επιδράσεις αυτές, και να ανακαλύψει το ‘απλό Ευαγγέλιο’ που κατά τη
γνώμη του Χάρνακ κήρυξε ο Ιησούς Χριστός.
Η θεωρία αυτή, παρά τον εσφαλμένο χαρακτήρα της και τις ακρότητές
της, μάς επισημαίνει δύο σημαντικά πράγματα. Πρώτον τους τεράστιους
κινδύνους που συνεπαγόταν για το χριστιανισμό η συνάντηση με ένα τόσο
βαρυσήμαντο πολιτιστικό μέγεθος όπως ο ελληνισμός. Αρκεί να θυμίσουμε
εδώ ότι πολλές χριστιανικές αιρέσεις οφείλονταν σε αρνητικές επιδράσεις
της ελληνικής φιλοσοφίας. Δεύτερον, η θεωρία αυτή μάς βοηθά να
συνειδητοποιήσουμε το πόσο βαθιά ‘ελληνικός’ έγινε ο χριστιανισμός.
Ελληνικός όχι με την αρνητική έννοια της νόθευσης του χριστιανικού
μηνύματος, όπως υποστήριξε ο Χάρνακ, αλλά με την έννοια της
χρησιμοποίησης πολλών ελληνικών πολιτιστικών στοιχείων για την έκφραση
και τη διάδοσή του. Πράγματι, οι μεγάλοι Πατέρες της Εκκλησίας μιλούν
και γράφουν στη γλώσσα της εποχής, δηλαδή την ελληνική, γνωρίζουν και
χρησιμοποιούν την ελληνική φιλοσοφία και ορολογία για να διατυπώσουν τα
χριστιανικά δόγματα, διαπρέπουν ως εκκλησιαστικοί ρήτορες χάρις στην
άρτια εκπαίδευσή τους στην ελληνική ρητορική, δίνουν σε αρχαιοελληνικές
εορτές καινούργιο χριστιανικό περιεχόμενο, αξιοποιούν την αρχαιοελληνική
τέχνη. Οι μεγάλοι Πατέρες δεν κινήθηκαν μέσα σε ένα θρησκευτικό γκέτο,
ούτε ενδιαφέρονταν να συγκροτήσουν μια φυγόκοσμη κλειστή χριστιανική
σέκτα. Γνώριζαν και ζούσαν τον κόσμο ο οποίος τους περιέβαλε.
Χρησιμοποίησαν τη βαθύτατη ελληνική τους παιδεία για να απευθυνθούν, όχι
μόνο στους απλούς ανθρώπους, αλλά και στα μεγαλύτερα και πιο ανοιχτά
και προοδευτικά πνεύματα της εποχής τους.
Η δεύτερη θεωρία σχετικά με τη συνάντηση ελληνισμού και
χριστιανισμού υποστηρίζει ότι τον τέταρτο μετά Χριστόν αιώνα
πραγματοποιήθηκε ένα είδος εναρμόνισης, δηλαδή λίγο πολύ αρμονικής
σύνθεσης μεταξύ των δύο αυτών μεγεθών. Η θεωρία αυτή μάς είναι αρκετά
γνωστή και οικεία. Η αδυναμία της βρίσκεται κυρίως στο ότι παραβλέπει
και αποσιωπά το γεγονός ότι μεταξύ ελληνισμού και χριστιανισμού δεν
υπήρχαν μόνο συνθέσιμα στοιχεία αλλά και αγεφύρωτες αντιθέσεις. Στην
πραγματικότητα, μεταξύ τους δεν υπήρξε μόνο σύνθεση αλλά και αντίθεση.
Και η θεωρία όμως αυτή, παρά τις αδυναμίες της, μάς βοηθά να
καταλάβουμε κάτι πολύ σημαντικό για τον τρόπο με τον οποίο ο
χριστιανισμός προσέγγισε τον ελληνισμό. Ο τρόπος αυτός χαρακτηριζόταν
από μια διάθεση πρόσληψης των όποιων θετικών στοιχείων του ελληνισμού.
Είναι γνωστό ότι στο κλασσικό έργο του Προς τους νέους, όπως αν εξ
ελληνικών ωφελοίντο λόγων, ο Μέγας Βασίλειος προτρέπει τους νέους να
προσεγγίζουν την κλασσική ελληνική παιδεία όπως οι μέλισσες τα
λουλούδια. Οι μέλισσες παίρνουν από τα άνθη το νέκταρ ενώ αφήνουν
παράμερα ό,τι άχρηστο και βλαβερό. Το ίδιο θα πρέπει λοιπόν να κάνουν
και όσοι προσεγγίζουν τον αρχαίο ελληνικό πολιτισμό. Η διαδικασία αυτή
δεν είναι εύκολη, ούτε ενδεχομένως ακίνδυνη, προυποθέτει όμως την
πεποίθηση ότι μπορεί κανείς να αντλήσει ωφέλιμα στοιχεία από την
ελληνική παιδεία, αλλά κατ’ επέκταση και από κάθε πνευματικό και
πολιτιστικό μέγεθος. Ο χριστιανισμός ήταν και πρέπει να παραμείνει
ανοιχτός προς κάθε τι θετικό, έστω και αν αυτό προέρχεται από χώρους,
φαινομενικά τουλάχιστον, ξένους προς αυτόν.
Η τρίτη σχετική θεωρία έχει ερμηνεύσει τη συνάντηση ελληνισμού και
χριστιανισμού ως ‘εκχριστιανισμό του ελληνισμού’ – η φράση ανήκει σε ένα
μεγάλο ορθόδοξο θεολόγο του 20ου αιώνα, τον αείμνηστο πατέρα Γεώργιο
Φλωρόφσκυ. Σύμφωνα με τον Φλωρόφσκυ, ο ελληνισμός, μέσα από τη συνάντησή
του με τον χριστιανισμό, αναθεώρησε αρκετές από τις αρχές του, και
μεταμορφώθηκε, ασπαζόμενος τη χριστιανική πίστη. Αυτή η θεωρία νομίζω
ότι εκφράζει με επιτυχία την καλή αλλοίωση που υπέστη ο ελληνισμός μέσα
από το βάπτισμά του στη χριστιανική πίστη και ζωή.
Στο σημείο αυτό όμως τίθεται το ερώτημα, σε τί ακριβώς διέφερε ο
ελληνισμός από τον χριστιανισμό; Τι το καινούργιο και προφανώς
συγκλονιστικό κόμισε ο χριστιανισμός στους Έλληνες, ώστε αυτοί να
αποφασίσουν να γίνουν χριστιανοί; Στα πλαίσια της αποψινής ομιλίας, θα
περιοριστώ σε τρία μόνο βασικά σημεία της χριστιανικής διδασκαλίας: τη
θεολογία, τη διδασκαλία δηλαδή για το Θεό, την κοσμολογία, τη διδασκαλία
δηλαδή για τον φυσικό κόσμο, και την ανθρωπολογία, τη διδασκαλία δηλαδή
για τον άνθρωπο.
Ξεκινώ λοιπόν με τη θεολογία.
Η αρχαία ελληνική θρησκεία είναι ένα πολυσύνθετο φαινόμενο, το οποίο
δεν μπορούμε να παρουσιάσουμε στα περιορισμένα πλαίσια της ομιλίας μας
χωρίς τον κίνδυνο να περιπέσουμε σε απαράδεκτες γενικεύσεις. Δεν θα ήταν
όμως άστοχο, νομίζω, να κάνουμε μια βασική διάκριση μεταξύ της αρχαίας
ελληνικής λαικής θρησκευτικής πίστης, της πίστης λόγου χάρη στο
ολυμπιακό δωδεκάθεο από τη μια μεριά, και από την άλλη μιας πιο
ραφιναρισμένης θρησκευτικής και φιλοσοφικής αντίληψης, όπως αυτή που
συναντάμε για παράδειγμα στον Πλάτωνα και τον Αριστοτέλη. Δεν θα
αναφερθώ στην πρώτη, την πολυθειστική δηλαδή μορφή της αρχαίας ελληνικής
θρησκείας, διότι οι αδυναμίες της είναι νομίζω εμφανείς. Αρκεί να
θυμίσω ότι πολλοί από τους ίδιους τους Έλληνες, ήδη προ του
χριστιανισμού και ανεξάρτητα από αυτόν, είχαν ασκήσει σ’ αυτή την
πολυθειστική θρησκεία σκληρή κριτική, ενώ κάποιοι άλλοι είχαν καταφύγει
ευρύτατα στην αλληγορική ερμηνεία των ιστοριών από τη ζωή των αρχαίων
ελληνικών ‘θεών’, στην προσπάθειά τους να διασώσουν το κύρος και την
αξιοπρέπειά τους. Τί γίνεται όμως με τον αρχαιοελληνικό φιλοσοφικό
μονοθεισμό; Σε τι διαφέρει ο Θεός του Πλάτωνα ή του Αριστοτέλη από τον
χριστιανικό Θεό;
Για να το καταλάβουμε αυτό θα πρέπει ίσως να φέρουμε στο νού μας το
γνωστό σε όλους μας απολυτίκιο των τριών Ιεραρχών. Με τη φράση ‘τους
τρεις μεγίστους φωστήρας της τρισηλίου θεότητος’, το απολυτίκιο μάς
θυμίζει τη συμβολή των μεγάλων αυτών πατέρων στη διαμόρφωση του δόγματος
της Αγίας Τριάδος. Σύμφωνα με το δόγμα αυτό, ο Θεός είναι ένας, αλλά
ταυτόχρονα και τριαδικός, Πατέρας, Υιός, και Άγιο Πνεύμα. Σε τι
διαφέρει αυτός ο Τριαδικός Θεός από το Θεό της αρχαίας ελληνικής
φιλοσοφίας;
Δεν θα ήταν, νομίζω, υπερβολή να πούμε ότι ο θεός και του Πλάτωνα
και του Αριστοτέλη ήταν ένας θεός απρόσωπος και μόνος. Ο μεν θεός του
Πλάτωνα ήταν λίγο πολύ ταυτόσημος με την ιδέα του αγαθού, ο δε θεός του
Αριστοτέλη προσδιορίζεται ως ‘το πρώτο κινούν ακίνητο’ και ως ‘νόησις
νοήσεως’, ένας θεός δηλαδή που δεν έχει ιδιαίτερη επικοινωνία με τον
κόσμο, ένας θεός μάλλον απασχολημένος με τον εαυτό του, ένας θεός προς
τον οποίο στρέφονται οι άλλοι, χωρίς όμως αυτός να στρέφεται προς
κανέναν άλλο εκτός από τον ίδιο του τον εαυτό. Αντιθέτως, ο Χριστιανικός
Θεός είναι προσωπικός και Τριαδικός. Ο Θεός Πατέρας γεννάει τον Υιό και
εκπορεύει το Άγιο Πνεύμα ‘αχρόνως και αγαπητικώς’. Ο χριστιανικός Θεός
δεν είναι μια ψυχρή και απρόσωπη μονάδα, αλλά μία τριάδα προσώπων που
βρίσκονται μεταξύ τους σε σχέσεις αγαπητικής κοινωνίας.
Το γεγονός ότι στο χριστιανικό Θεό έχουμε τρία πρόσωπα δεν σημαίνει
ότι ο Θεός αυτός παύει να είναι ένας Θεός. Αλλά και η ενότητα του
χριστιανικού Θεού δεν καταργεί την ύπαρξη και τη διαφορετικότητα των
τριών προσώπων. Θα μπορούσαμε να πούμε ότι, στο Χριστιανικό Θεό, ενότητα
και διαφορετικότητα των προσώπων, αγάπη και ελευθερία, συνυπάρχουν. Ο
Τριαδικός Θεός μάς αποκαλύπτει ότι η αγάπη σέβεται την προσωπική
ετερότητα, αλλά και ότι η προσωπική ετερότητα με τη σειρά της δεν
αντιμάχεται την ενότητα και την αγάπη.
Ο Χριστιανικός λοιπόν Θεός είναι Θεός προσωπικός, Θεός ελευθερίας
αλλά και αγάπης. Και είναι αυτή ακριβώς η αγάπη του Θεού που στη
συνέχεια στρέφεται προς τον κόσμο και προς τον άνθρωπο. Αλλά αυτό μάς
φέρνει στο δεύτερο κρίσιμο σταυροδρόμι της συνάντησης ελληνισμού και
χριστιανισμού, που έχει να κάνει με το δόγμα της δημιουργίας του
κόσμου.
Η αρχαία ελληνική σκέψη και ζωή ήταν σε μεγάλο βαθμό
προσανατολισμένη προς το φυσικό κόσμο. Η παρατήρηση του κόσμου και ο
θαυμασμός γι’ αυτόν αποτελούσαν βασικό συστατικό του αρχαιοελληνικού
πολιτισμού. Οι Έλληνες γενικά θεωρούσαν ότι όλα μέσα στο σύμπαν
βρίσκονταν σε θαυμαστή αρμονία, την οποία ενέπνεε και συγκροτούσε
κάποιος λόγος, κάποια δηλαδή δύναμη που γινόταν κατανοητή άλλοτε ως
δύναμη θεική, άλλοτε ως δύναμη κοσμική, και άλλοτε πάλι ως δύναμη θεική
και κοσμική ταυτόχρονα. Αυτό όμως που έχει ιδιαίτερη σημασία είναι ότι
στην αρχαία ελληνική σκέψη ακόμη και ο θεός αποτελούσε κατά κάποιο τρόπο
μέρος, τμήμα αυτής της κοσμικής συμπαντικής ενότητας. Θεός και κόσμος
εκλαμβάνονται ως περίπου ισότιμοι. Για παράδειγμα ο κόσμος υπάρχει
προαιωνίως, όπως και ο Θεός. Ο θεός–δημιουργός που εμφανίζεται, λόγου
χάρη, στον Τίμαιο του Πλάτωνα, δεν δημιουργεί στην πραγματικότητα τον
κόσμο, αλλά απλώς τον μορφοποιεί με βάση αφενός προυπάρχουσα ύλη και
αφετέρου προυπάρχουσες ιδέες. Έτσι ο Θεός δεν είναι ανεξάρτητος και
ελεύθερος από τον κόσμο, αλλά κατά κάποιο τρόπο δεσμευμένος από την
πρώτη ύλη του κόσμου και από τις ιδεατές του μορφές, οι οποίες υπάρχουν
ανεξάρτητα από τη θέληση και την αγάπη του Θεού.
Αντίθετα, οι τρεις Ιεράρχες τονίζουν τη βιβλική διδασκαλία ότι ο
Θεός δημιούργησε τον κόσμο από το μηδέν, δηλαδή από το τίποτα, από το μη
ον. Αυτή η φαινομενικά απλή ίσως παρατήρηση εμπερικλείει δύο πολύ
μεγάλες αλήθειες. Πρώτον επισημαίνει την απόλυτη ελευθερία του Θεού. Ο
Θεός δεν εξαρτάται από τον κόσμο. Είναι πραγματικά Θεός, δηλαδή απόλυτα
ελεύθερος και απόλυτα παντοδύναμος. Εκφράζει όμως την ελευθερία και την
παντοδυναμία του ως αγάπη. Δημιουργεί τον κόσμο και τον άνθρωπο από
αγάπη. Δημιουργεί για να κάνει τον άνθρωπο κοινωνό της δικής του ζωής,
της δικής του αγάπης, ευτυχίας και ελευθερίας. Και όχι μόνο δημιουργεί,
αλλά και φροντίζει διαρκώς τον κόσμο και ιδιαίτερα τον άνθρωπο, τον
οποίο θεωρεί πάντοτε παιδί του, ακόμη και όταν αυτός δεν ανταποκρίνεται
στην αγάπη του.
Η διαφοροποίηση της βιβλικής σκέψης των τριών Ιεραρχών από την
αρχαιοελληνική κοσμολογία έχει βαθύτατα υπαρξιακό χαρακτήρα. Η ύπαρξη
για το χριστιανισμό δεν είναι προιόν ανάγκης αλλά δώρο αγάπης και
ελευθερίας. Ο κόσμος υπάρχει, όχι διότι δεν θα μπορούσε να γίνει
διαφορετικά, αλλά διότι κάποιος τον έφερε στην ύπαρξη ελεύθερα και
αγαπητικά. Όλοι εμείς υπάρχουμε επειδή μάς αγαπά ο Θεός. Και εφόσον η
ύπαρξη είναι δωρεά, οδηγεί σε ευχαριστία. Δεν είναι τυχαίο που το
κεντρικό μυστήριο της Εκκλησίας μας, το οποίο τελούμε σε κάθε Θεία
Λειτουργία, είναι ακριβώς το μυστήριο της Θείας Ευχαριστίας. Στίς ευχές
της Λειτουργίας του Μεγάλου Βασιλείου και του Ιωάννου του Χρυσοστόμου,
τις οποίες μέχρι σήμερα τελούμε στις Εκκλησίες μας, ευχαριστούμε το Θεό
γιατί μάς έφερε στη ζωή. Σε μία από αυτές τις ευχές, απευθυνόμενος προς
το Θεό, ο Χρυσόστομος γράφει:, ‘Συ γαρ εξ ουκ όντων εις το είναι ημάς
παρήγαγες, και παραπεσόντας ανέστησας πάλιν, και ουκ απέστης πάντα
ποιών, έως ημάς εις τον ουρανόν ανήγαγες και την βασιλείαν σου εχαρίσω
την μέλλουσαν.’ Διότι εσύ από την ανυπαρξία μάς έφερες στην ύπαρξη, και
όταν πέσαμε λόγω της αμαρτίας, πάλι μάς σήκωσες, και δεν απομακρύνθηκες
από κοντά μας, κάνοντας τα πάντα, έως ότου μάς ανέβασες στον ουρανό και
μάς χάρισες τη μελλοντική σου βασιλεία’. Αυτή η ευχή ευχαριστεί το Θεό,
όχι μόνο διότι μάς έφερε στην ύπαρξη από το μη ον, αλλά και διότι, παρά
τα δικά μας λάθη, εκείνος δεν έπαψε, και δεν παύει ποτέ να μάς αγαπά,
και να κάνει τα πάντα για τη σωτηρία μας. Το γεγονός ότι η ύπαρξη του
κόσμου οφείλεται στην αγάπη του Θεού, μάς βοηθά να καταλάβουμε ότι η ζωή
μας δεν κυβερνάται από τις τυφλές και απρόσωπες δυνάμεις της τύχης, της
ειμαρμένης, του κακού, του παραλόγου, ή ακόμα και των φυσικών νόμων,
αλλά εξαρτάται πρωτίστως από την πρόνοια του Θεού. Το κακό και το
παράλογο υπάρχουν, αλλά τον πρώτο και τον τελευταίο λόγο δεν τον έχουν
εκείνα, τον έχει η αγάπη του Θεού.
Με τις παραπάνω όμως παρατηρήσεις έχουμε ήδη οδηγηθεί στο τρίτο
κομβικό σημείο συνάντησης ελληνισμού και χριστιανισμού, το οποίο έχει να
κάνει με τον ίδιο τον άνθρωπο. Σύμφωνα με τη βιβλική και πατερική
θεολογία, κάθε άνθρωπος, ο καθένας από μάς, είναι όχι απλώς
σημαντικότερος από ολόκληρο τον κόσμο, αλλά και εικόνα του ίδιου του
Θεού. Είναι προικισμένος με δύο βασικά ιδιώματα του Θεού, στα οποία ήδη
αναφερθήκαμε, δηλαδή την ελευθερία και την αγάπη, αλλά έχει επίσης και
τη σπουδαία δυνατότητα να γίνει όμοιος με το Θεό. Η ομοίωση με το Θεό
δεν σημαίνει βέβαια την υποτίμηση ή την εξαφάνιση του ανθρώπου, αλλά,
αντιθέτως, τη σωτηρία του, μέσα από την ένωσή του με το Θεό. Σημαίνει
στην πραγματικότητα την αξιοποίηση όλων των ανθρωπίνων χαρισμάτων στον
ύψιστο δυνατό βαθμό, σημαίνει τη μεγαλύτερη δυνατή κατάφαση της
ανθρώπινης αξίας και της ανθρώπινης ζωής.
Σύμφωνα όμως με τη χριστιανική διδασκαλία, ο Θεός προίκισε τον
άνθρωπο και με ένα ακόμα δώρο, το δώρο της αθανασίας. Πράγματι, δεν θα
είχε νόημα αυτή η ζωή, αν όλα τελείωναν τόσο σύντομα με το θάνατο. Το
δώρο της αθανασίας, που απορρέει από την ανάσταση του Χριστού, ανυψώνει
αφάνταστα τον άνθρωπο, δίνει στην ύπαρξή του αιώνια αξία. Η αθανασία
αυτή ωστόσο δεν είναι απλώς και μόνο αθανασία της ψυχής, αλλά συγχρόνως
και ανάσταση του σώματος, αιώνια ζωή του όλου ανθρώπου. Πόσο μεγάλη
διαφορά υπάρχει και εδώ ανάμεσα στον ελληνισμό και τον χριστιανισμό!
Όταν, για παράδειγμα, στον Άρειο Πάγο ο Απόστολος Παύλος μίλησε στους
Έλληνες για τη σωματική ανάσταση του Χριστού, οι ακροατές του κατά
κάποιο τρόπο τον χλεύασαν, λέγοντάς του ‘ακουσόμεθά σου και πάλιν’, θα
σε ακούσουμε ξανά. Η σωματική ανάσταση του Χριστού προοιωνίζεται τη
σωματική ανάσταση όλων των ανθρώπων, αλλά οι ακροατές του Αποστόλου
Παύλου δεν φαίνεται ότι ήταν διατεθειμένοι να αναστηθούν και να ζήσουν
αιώνια με το σώμα τους. Οι Έλληνες ακροατές του Παύλου επιθυμούσαν ίσως
την αθανασία της ψυχής, προφανώς όμως όχι και την ανάσταση και αθανασία
του σώματος, το οποίο συχνά θεωρούνταν όχι ως σύντροφος αλλά ως φυλακή
της ψυχής.
Μια τέτοια όμως αντίληψη δεν μπορούσε να σταθεί με τον απαιτούμενο
σεβασμό απέναντι στο ανθρώπινο σώμα και στην ψυχοσωματική ενότητα και
ακεραιότητα του όλου ανθρώπινου προσώπου. Είναι γνωστό, για παράδειγμα,
ότι ο μεν Πλάτωνας θεωρούσε δυνατή τη μετενσάρκωση της ψυχής μετά το
θάνατο σε άλλα σώματα. Αυτό όμως σημαίνει την υποτίμηση του
συγκεκριμένου ανθρώπινου σώματος ως αναπόσπαστου στοιχείου του
συγκεκριμένου ανθρώπινου προσώπου. Σημαίνει τελικά υποτίμηση του ίδιου
του ανθρώπινου προσώπου ως συγκεκριμένης, μοναδικής και ανεπανάληπτης
ψυχοσωματικής ενότητας. Όταν αγαπάμε ένα πρόσωπο, το σύζυγό μας, το
παιδί μας, τους γονείς μας, τους μαθητές μας, ή κάποιο φίλο μας, αγαπάμε
όχι μόνο την ψυχή τους αλλά και τη σωματική παρουσία τους. Τους αγαπάμε
όχι μόνο ως ψυχές ή μόνο ως σώματα – αλλοίμονο εάν συνέβαινε κάτι
τέτοιο – τους αγαπάμε ως ανθρώπους. Και ο άνθρωπος δεν είναι μόνο ψυχή ή
μόνο σώμα αλλά μαζί και τα δύο. Αθανασία του ανθρώπου σημαίνει αθάνατη
ζωή και του σώματος και της ψυχής στην ενότητά τους. Έτσι μάς έπλασε και
έτσι μάς αγαπά ο Θεός, και έτσι εμείς οι άνθρωποι αγαπάμε ο ένας τον
άλλο.
Εάν όμως ο Πλάτωνας υποτιμούσε το ανθρώπινο πρόσωπο με το να
παραθεωρεί τη σωματική διάσταση της ανθρώπινης μοναδικότητας, ο
Αριστοτέλης πήγαινε ένα βήμα παραπέρα, υποστηρίζοντας ότι κάθε
συγκεκριμένος άνθρωπος μετέχει στην αθανασία κυρίως μέσω της διαιώνισης
του είδους του. Όχι ο συγκεκριμένος άνθρωπος λοιπόν, αλλά το ανθρώπινο
είδος, αυτό διαιωνίζεται και έτσι μετέχει στην αθανασία. Πόση διαφορά
υπάρχει και εδώ από τη χριστιανική διδασκαλία! Θα ήταν πράγματι πολύ
μικρή παρηγοριά για τον άνθρωπο που έχασε κάποιον δικό του να του πούμε
‘μην στενοχωριέσαι, αυτό που έχει σημασία είναι ότι επιβιώνει η
ανθρωπότητα’. Η επιβίωση της ανθρωπότητας έχει φυσικά τη δική της αξία,
αλλά δεν μπορεί ποτέ να χρησιμοποιηθεί ως υποκατάστατο της αθανασίας των
μοναδικών και ανεπανάληπτων προσώπων και εικόνων του Θεού που τη
συναποτελούν, δηλαδή του καθενός από μάς.
Τη μεγάλη αξία κάθε ανθρώπινου προσώπου, για την οποία μίλησαν
επανειλημμένα οι τρεις Ιεράρχες, την ανέδειξε πρώτος με την ενσάρκωση,
τη διδασκαλία του και τη ζωή του ο ίδιος ο Χριστός. Ο Υιός του Θεού
έγινε άνθρωπος, για να τονίσει τη μοναδική και ανεπανάληπτη αξία κάθε
ανθρώπου. Έγινε παιδί, για να μάς φανερώσει την αξία κάθε παιδιού, το
οποίο δικαιούται την αμέριστη αγάπη και τον απόλυτο σεβασμό μας.
Γεννήθηκε και έζησε σε μία χώρα υπόδουλη στο Ρωμαίο κατακτητή, για να
θυμίζει στους κατακτητές όλων των εποχών ότι αυτοί τους οποίους έχουν
υποτάξει εξακολουθούν να παραμένουν παιδιά του Θεού. Σε νηπιακή ηλικία
ξενιτεύτηκε στην Αίγυπτο, για να μάς θυμίζει την αξιοπρέπεια του
πρόσφυγα και του ξενιτεμένου. Σταυρώθηκε, για να μάς δείξει ότι δεν
υπάρχει τίποτε σημαντικότερο στη ζωή από το να θυσιαζόμαστε από αγάπη
για τους ανθρώπους. Ταύτισε τον εαυτό του όχι τόσο με τους μεγάλους και
τους δυνατούς αυτού του κόσμου, αλλά με τους ελάχιστους, με αυτούς
δηλαδή που έχουν κατεξοχήν ανάγκη την αγάπη μας. Μάς δίδαξε ότι όποιος
ευεργετεί τον ξένο, τον άρρωστο, τον φυλακισμένο, τον πεινασμένο, και
τον γυμνό, ευεργετεί στο πρόσωπό του τον ίδιο το Θεό, του οποίου κάθε
άνθρωπος είναι εικόνα, ενώ, αντίθετα, όποιος αμαρτάνει απέναντι στον
οποιοδήποτε άνθρωπο αμαρτάνει τελικά απέναντι στον ίδιο το Θεό.
Αυτές υπήρξαν, με δυο λόγια, μερικές από τις βασικές ζυμώσεις τις
οποίες βίωσε ο ελληνισμός μέσα από τη συνάντησή του με το χριστιανισμό.
Γνώρισε τον αληθινό Θεό της προσωπικής, αγαπητικής, Τριαδικής κοινωνίας.
Κατανόησε τον κόσμο αλλά και την ίδια του την ύπαρξη ως δωρεά του
αγαπώντος Θεού. Είδε τέλος κάθε ανθρώπινο πρόσωπο ως εικόνα του Θεού, ως
αξία μοναδική, για την οποία ο ίδιος ο Θεός έγινε άνθρωπος, σταυρώθηκε
και αναστήθηκε, χαρίζοντάς μας την αιώνια ζωή.
Τιμούμε τους τρεις Ιεράρχες διότι συνέβαλαν αποφασιστικά στην
πραγματοποίηση των παραπάνω ζυμώσεων. Οι τρεις αυτές προσωπικότητες ήταν
Έλληνες και εγκρατείς κάτοχοι της ελληνικής παιδείας. Η προσωπική τους
όμως συνάντηση με το Χριστό, τούς άλλαξε τη ζωή. Χωρίς να απαρνηθούν την
ελληνική τους ταυτότητα, την μεταμόρφωσαν κάτω από το φώς της
χριστιανικής αλήθειας. Με τη θεολογία τους βοήθησαν τον ελληνισμό να
διατηρήσει όλα τα θετικά του στοιχεία, τη δίψα για την ομορφιά και την
αλήθεια, την επιθυμία για το φιλόσοφο βίο, το ενδιαφέρον για τα κοινά,
την αγάπη για την αρετή, το σύνδεσμο της επιστήμηs με την αρετή για την
κατάκτηση της σοφίας. Ταυτόχρονα όμως οι τρεις αυτοί Πατέρες κόμισαν και
μία νέα αντίληψη για το Θεό, τον κόσμο και τον άνθρωπο, όπως αναφέραμε
παραπάνω. Ο ελληνισμός ελεύθερα ασπάστηκε αυτή τη μεγαλειώδη θεολογία,
έγινε χριστιανικός ελληνισμός, και δημιούργησε έναν απαράμιλλο
πνευματικό πολιτισμό με διαχρονική και πανανθρώπινη αξία.
Αλλά η θεολογία των τριών Ιεραρχών δεν ήταν απλώς μια θεωρητική και
αφηρημένη διδασκαλία˙ ήταν μια πραγματικότητα ζωής, την οποία μπορούσε
κανείς να γνωρίσει και να βιώσει μέσα στην Εκκλησία, συναντώντας τους
αδελφούς του και τον κοινό μας Πατέρα. Οι Έλληνες μετεστράφηκαν όχι μόνο
διότι γνώρισαν τη χριστιανική διδασκαλία αλλά και διότι την είδαν
εφαρμοσμένη ως πράξη ζωής. Οι τρεις Ιεράρχες, τους οποίους σήμερα
τιμάμε, δίδαξαν και διδάσκουν όχι μόνο με τη θεολογία τους αλλά και με
τη ζωή τους. Δεν ήταν άνθρωποι μόνο των λόγων αλλά και των έργων. Δεν
ήταν μόνο μεγάλοι θεολόγοι, αλλά και μεγάλοι άγιοι. Ο Μέγας Βασίλειος
για παράδειγμα, προτού γίνει μοναχός, μοίρασε τη μεγάλη περιουσία του
στους φτωχούς, δείχνοντάς μας ότι η ευτυχία δεν βρίσκεται στα χρήματα,
και ότι τα χρήματα στην πραγματικότητα ανήκουν σε εκείνους που τα έχουν
μεγαλύτερη ανάγκη από εμάς. Ο Γρηγόριος ο Θεολόγος περιφρονούσε τα
αξιώματα. Δεν δίστασε να παραιτηθεί από τη θέση του Πατριάρχη
Κωνσταντινουπόλεως και Προέδρου της Δευτέρας Οικουμενικής Συνόδου, όταν
έκρινε ότι αυτό εξυπηρετούσε την ειρήνη και την ενότητα της Εκκλησίας,
και τούτο, διότι έβλεπε τα αξιώματα ως ευκαιρίες, όχι εξουσίας και
προσωπικής προβολής, αλλά ταπεινής και σταυρικής διακονίας. Ο Ιωάννης ο
Χρυσόστομος χρησιμοποιούσε το απαράμιλλο ρητορικό του χάρισμα, όχι για
να κολακεύει και να εξαπατά το λαό με σκοπό την απόκτηση προσωπικής
δύναμης, αλλά ως εργαλείο για να εκφράζει τον παρήγορο και ζωογόνο λόγο
του Θεού. Δεν δημαγώγησε για να αποκτήσει πολιτική δύναμη, αλλά και δεν
δίστασε, όταν χρειάστηκε, να ελέγξει ακόμα και την ίδια την
Αυτοκράτειρα. Γνώριζε ο Άγιος ότι η Εκκλησία δεν πρέπει να στοχεύει στην
απόκτηση πολιτικής εξουσίας, αλλά και δεν ξεχνούσε ότι είναι χρέος της
ενίοτε να θυμίζει στους φορείς αυτής της εξουσίας το πραγματικό τους
καθήκον, που είναι η ευσυνείδητη και σύμφωνη με το θέλημα του Θεού ζωή
και διακονία των ανθρώπων τους οποίους έχουν ταχθεί να υπηρετούν. Τέλος
και οι τρεις Ιεράρχες με τα έργα τους και τη ζωή τους θυμίζουν σε όλους
μας, κληρικούς, εκπαιδευτικούς, φορείς πολιτικής εξουσίας, γονείς κλπ.
ότι δεν υπάρχει τίποτε σημαντικότερο στο οποίο θα μπορούσε να αφιερώσει
κανείς το χρόνο και τις δυνάμεις του από τη φροντίδα και την καλλιέργεια
των ανθρώπων.
Όπως και τον τέταρτο αιώνα, έτσι και σήμερα ο ελληνισμός βρίσκεται
μπροστά σε κοσμοιστορικές εξελίξεις. Η ραγδαία ανάπτυξη της τεχνολογίας
μετατρέπει τον κόσμο ολόκληρο σε μια γειτονιά. Ο άνθρωπος αποκτά
γνωστικές και τεχνολογικές δυνατότητες αδιανόητες ακόμη και πριν από
μερικές δεκαετίες. Βλέπουμε με ανακούφιση στις μέρες μας ότι ο μέσος
όρος της ανθρώπινης ζωής αυξάνεται, ο πόνος που προξενούν οι αρρώστιες
απαλύνεται, η πρόσβαση στη γνώση και τη δημιουργία γίνονται απόκτημα όλο
και περισσότερων ανθρώπων. Ταυτόχρονα όμως παρακολουθούμε με αγωνία την
καταστροφή του φυσικού περιβάλλοντος, τη βαθιά κρίση στις ανθρώπινες
σχέσεις, την απομάκρυνση πολλών ανθρώπων από το Θεό. Θέτουμε όλοι νομίζω
στους εαυτούς μας το ερώτημα, σε τί είδους φυσικό και κοινωνικό
περιβάλλον θα ζήσουν άραγε τα παιδιά μας;
Επιπλέον, εμείς οι Έλληνες ειδικότερα, περνάμε μια έντονη θα έλεγα
κρίση ταυτότητας. Ανήκουμε στη Δύση ή στην Ανατολή; Θα πρέπει να
ταυτιστούμε με την παράδοση ή, αντίθετα, να την διαγράψουμε αποφασιστικά
εν ονόματι της προόδου; Είναι η παγκοσμιοποίηση απειλή ή μήπως είναι
ευκαιρία; Πιστεύω ότι μία, όχι απλώς ιστορική αλλά δημιουργική
προσέγγιση στην προσωπικότητα, τη ζωή, και το έργο των τριών Ιεραρχών,
θα μπορούσε να μάς βοηθήσει να δώσουμε απαντήσεις στα παραπάνω
ερωτήματα. Εάν είμαστε ανοιχτοί, όχι στο παλιό ή το νέο, αλλά στο
αληθινό, εάν σεβόμαστε το φυσικό περιβάλλον, όχι ως ειδωλολατρική
θεότητα αλλά ως δημιούργημα του αληθινού θεού, εάν γνώμονας της ζωής μας
είναι το πραγματικό μας συμφέρον, δηλαδή η καλλιέργεια σχέσεων αγάπης
με τον Τριαδικό Θεό και την εικόνα του τον άνθρωπο, εάν εντασσόμαστε
στην Εκκλησία, όχι απλώς για να καλύψουμε κάποιες θρησκευτικές ή
εθιμικές μας υποχρεώσεις, αλλά για να συναντήσουμε και να λατρεύσουμε το
Θεό και να αγαπήσουμε το συνάνθρωπο, τότε δικαιούμαστε να ατενίζουμε το
μέλλον με την αισιοδοξία των παιδιών του Θεού, με την αισιοδοξία δηλαδή
εκείνων που γνωρίζουν ότι ο Θεός τους αγαπά και ότι το μέλλον τους
είναι στα χέρια του. Τότε, και μόνο τότε, θα μπορούμε όχι μόνο να
καυχόμαστε για το παρελθόν αλλά και να ελπίζουμε βάσιμα για το μέλλον.
Σάς ευχαριστώ.
*Η ομιλία μας αυτή οφείλει την έμπνευσή της αλλά και αρκετά
στοιχεία του περιεχομένου της σε αντίστοιχη ομιλία του Μητροπολίτη
Περγάμου Ιωάννη (Ζιζιούλα), με τίτλο ‘Ελληνισμός και Χριστιανισμός: Οι
Τρεις Ιεράρχαι και η ελληνική ταυτότητα’.
Δεν υπάρχουν σχόλια:
Δημοσίευση σχολίου
Μας ενδιαφέρουν οι άποψεις σας και οι διαφωνίες σας.
Ο γόνιμος διάλογος μας κάνει όλους πιο σοφούς.