Του Μάριου Νοβακόπουλου, Φοιτητή στο τμήμα Διεθνών, Ευρωπαϊκών και Περιφερειακών σπουδών στο Πάντειο Πανεπιστήμιο
Πόλη και χωριό: βίοι παράλληλοι και ανταγωνιστικοί
Ο ανταγωνισμός κέντρου και περιφερείας, της πόλης και του χωριού είναι αρχαίος, κρατώντας από την εποχή που δημιουργήθηκαν τα πρώτα αστικά κέντρα στη Μεσοποταμία και τον Ινδό ποταμό. Οι κάτοικοι της υπαίθρου έχουν ζωές πιο απλές και ήσυχες, οι δραστηριότητες τους διαμορφώνονται από τις εποχές και τον καιρό, βρίσκονται πιο κοντά στο φυσικό περιβάλλον το οποίο εκμεταλλεύονται αλλά και φοβούνται, έχουν μικρότερη επαφή με τον έξω κόσμο και χαρακτηρίζονται από ισχυρούς δεσμούς με την κοινότητα τους. Προσκολλούνται στις παραδόσεις και τα ιδιαίτερα χαρακτηριστικά που κάνουν τον τόπο τους μοναδικό. Οι άνθρωποι της πόλης από την άλλη ζουν ως άγνωστοι μεταξύ αγνώστων, κάτι που δίνει μεγάλη ατομική ελευθερία αλλά και χαμηλότερη και διασπασμένη κοινωνικοποίηση. Μετακινούνται περισσότερο, έχουν πολλές και διαφορετικές δραστηριότητες να κάνουν και ποικίλα επαγγέλματα και μεθόδους ψυχαγωγίας να επιλέξουν. Οι πόλεις είναι τα κέντρα πολιτικών αποφάσεων, πολιτιστικής και καλλιτεχνικής καινοτομίας, φιλοσοφικών και θρησκευτικών ζυμώσεων, ταξικών αγώνων. Κυκλοφορούν πολλές διαφορετικές ιδέες και συνυπάρχουν υποκουλτούρες και κοινωνικές ομάδες άσχετες μεταξύ τους. Είναι ευκολότερη η γνωριμία ξένων ή αγνώστων, αφού οι πόλεις είναι κόμβοι μεταφορών, εμπορίου, σπουδών και τουρισμού. Ενώ ο χωρικός έχει άμεση σχέση με τη φύση και συνεπώς είναι εξοικειωμένος με την παρουσία της, τους κινδύνους και τις ομορφιές της, ο αστός ζει σε έναν χώρο τεχνητό, εξημερωμένο και απόλυτα προσαρμοσμένο στις ανθρώπινες ανάγκες.
Για χιλιετίες το μεγαλύτερο μέρος του ανθρωπίνου πληθυσμού ζούσε στην ύπαιθρο, ζώντας από την καλλιέργεια της γης, την εκτροφή ζώων, το κυνήγι, το ψάρεμα και τη δασοκομία. Τα ταξίδια ήταν δύσκολα και η αλληλεπίδραση με μακρινές περιοχές, λαούς και πολιτισμούς περιορισμένη. Κάθε χωριό, κάθε κοιλάδα, ορεινός όγκος και νησί ανέπτυσσαν το δικό τους πολιτισμό, φορεσιές, τραγούδια και παραμύθια, γλωσσικά ιδιώματα και προλήψεις, καλλιτεχνικούς τύπους και θρησκευτικά έθιμα. Παρ’ ότι πάντοτε υπήρχε εμπόριο, κάθε εκτεταμένη οικογένεια ή χωριό προσπαθούσαν να είναι αυτάρκεις σε βασικά αγαθά όπως τροφή και ρουχισμός. Με τη βιομηχανική επανάσταση και τις σαρωτικές οικονομικές αλλαγές που έφερε, οι άνθρωποι άρχισαν να συρρέουν στις πόλεις. Οι νέες μηχανές επέτρεπαν να καλλιεργηθεί η γη αποτελεσματικότερα και με πολύ μικρότερο αριθμό αγροτών, ενώ τα νέα εργοστάσια, ναυπηγεία και κατασκευές των πόλεων ζητούσαν εναγωνίως εργατικά χέρια. Παρ’ ότι το πρώιμο στάδιο της βιομηχανικής επανάστασης χαρακτηριζόταν από τερατώδεις συνθήκες εργασίας, εν τέλει υπήρξε άνοδος του βιοτικού επιπέδου για όλους. Η πόλη σάρκωνε το όνειρο της καλύτερης ζωής για τους ταλαιπωρημένους αγρότες.
Στο νέο περιβάλλον η έννοια της κοινότητας παρήκμασε, η φύση έγινε κάτι εξωτικό, η αυτάρκεια ασύμφορη και οι οικογενειακοί δεσμοί πιο αδύναμοι. Οι τηλεπικοινωνίες και οι ευκολότερες, γρήγορες και ασφαλείς μεταφορές μείωσαν τις αποστάσεις, ενώ το συγκεντρωτικό νεωτερικό κράτος επέβαλε τον έλεγχο του σε κάθε πτυχή της ανθρώπινης ζωής. Όχι μόνο οι εθνικοί πολιτισμοί έγιναν πιο ομογενοποιημένοι (πολτοποιώντας ντοπιολαλιές, εθιμικά δίκαια, ενδυματολογικές διαφορές και οικογενειακές παραδόσεις) αλλά δημιουργήθηκε ένας παγκόσμιος πολιτισμός. Ανάμεσα στα δυτικά έθνη τουλάχιστον δημιουργήθηκαν και διαδόθηκαν κοινές ιδεολογίες, καλλιτεχνικά ρεύματα, αισθητικές αντιλήψεις, κοινωνικά κινήματα και γλωσσικές εκφράσεις. Σήμερα η αστικοποίηση έχει προχωρήσει και επικρατήσει σε όλον σχεδόν τον κόσμο, στα ανεπτυγμένα δε κράτη η συντριπτική πλειοψηφία των ανθρώπων ζει σε πόλεις.
Οι πολιτισμοί των πόλεων και οι πολιτισμοί των χωριών ποτέ δεν είχαν ιδιαίτερα καλή γνώμη ο ένας για τον άλλον. Οι άνθρωποι των πόλεων βλέπουν τους «χωριάτες» ως απλοϊκούς και καθυστερημένους ανθρώπους, που δε συμβαδίζουν με τις κοινωνικές και πολιτιστικές εξελίξεις, δεν έχουν τόσο καλή μόρφωση, έχουν αναχρονιστική προσκόλληση στη γη, τη φύση και την εργασία σε αυτές (τη στιγμή που οι νέες τεχνολογίες κάνουν τη χειρονακτική εργασία ολοένα και πιο άγνωστη στο αστικό τοπίο). Τα έθιμα τους μοιάζουν περίεργα και χωρίς νόημα, τα ιδιώματα τους αστεία, οι παραδόσεις τους ξένες στον εξελιγμένο κόσμο του 21ου αιώνα. Σε μία εποχή που όλος ο κόσμος είναι συνδεδεμένος μεταξύ του και μακρινοί τόποι και γνώσεις μοιάζουν πιο προσιτές από ποτέ, ο ορίζοντας του χωριού δείχνει απελπιστικά στενός. Η ισχυρή κοινότητα και οι προσωπικές σχέσεις με όλον τον περίγυρο μοιάζει αφόρητη και ασφυκτική για την ατομική ανεξαρτησία. Οι κάτοικοι της υπαίθρου αντίθετα κατηγορούν τους αστούς ως τρυφηλούς και καλομαθημένους, αλαζόνες και ρηχούς, χωρίς αληθινές και βαθιές σχέσεις με τον τόπο τους, τους γύρω τους ή και την ίδια την οικογένεια τους. Εκεί που οι πολίτες βλέπουν ελευθερία, οι χωρικοί διακρίνουν μία έρημο αποξένωσης και υποκρισίας, εκεί που υμνείται ο κοσμοπολιτισμός, αντιτείνεται το «ο πολίτης του κόσμου είναι πολίτης του πουθενά». Η απουσία επαφής με το περιβάλλον και η υπερβολική εξάρτηση από την τεχνολογία και τις μηχανές μοιάζουν καταστάσεις αφύσικες και στρεβλές για την ανθρώπινη ψυχή.
Ποιος έχει δίκιο; Αμφότεροι και κανείς. Η αστική ζωή, ιδίως στην εποχή της μεταβιομηχανικής παγκοσμιοποίησης που ζούμε, χαρακτηρίζεται από αποξένωση, αλλοτρίωση και μαζοποίηση, δεν είναι υγιεινή και δεν ευνοεί την κοινωνική ολοκλήρωση του ανθρώπου-η έφοδος των νέων επικοινωνιακών τεχνολογιών σάρωσε την αστική κοινωνικοποίηση εδώ και χρόνια. Από την άλλη προσφέρει πάρα πολλές ευκαιρίες μάθησης, πολλά ερεθίσματα που ασκούν το μυαλό και δημιουργούν το ιδανικό περιβάλλον για την εξέλιξη των ανθρωπίνων κοινωνιών. Κάθε ευημερούσα κοινωνία χρειάζεται πολύβουα, ανεπτυγμένα, ισχυρά αστικά κέντρα. Στα τέλη του Μεσαίωνα, όταν ο αστικός κόσμος άρχισε να αναπτύσσεται έντονα, οι λόγιοι διαφωνούσαν για το εάν η πόλη διαμορφώνεται στο πρόσωπο της Ιερουσαλήμ (τόπος μόρφωσης, δημιουργικότητας και ανάπτυξης των αρετών) ή της Βαβυλώνος (τόπος διαφθοράς, αμαρτίας και εξαχρείωσης). Στην πραγματικότητα είναι και τα δύο ταυτόχρονα. Η εξιδανίκευση της υπαίθρου και η δαιμονοποίηση της πόλης (όπως και τα αντίστροφα) δείχνουν παχυλή γενίκευση και άγνοια, που σκιάζουν την αληθινή ανάγκη για μεταρρυθμίσεις αμφοτέρων: χωριά πιο δυναμικά, παραγωγικά και ανεπτυγμένα, πόλεις πιο ανθρώπινες, ζεστές και οικολογικές.
Καθώς στις πόλεις ευδοκιμεί η γέννηση νέων ιδεών, η επαφή με τον έξω κόσμο και η ατομική ελευθερία, είναι προφανές πως οι φιλελεύθερες απόψεις βρίσκουν πρόσφορο έδαφος. Κατά κανόνα οι ιδεολογίες του προοδευτισμού (της ατομικής χειραφέτησης, της απεξάρτησης από τις παραδόσεις, τις παλαιές δομές και ηθικές επιταγές, του ενθουσιασμού με την αλλαγή και τη διαφορετικότητα) είναι πολύ πιο ευπρόσδεκτες στις ανοικτές κοινωνίες των πόλεων παρά στις πιο σταθερές, αυστηρά δομημένες και φιλήσυχες κοινωνίες της υπαίθρου. Η πόλη του 21ου αιώνα είναι πολυπολιτισμική και πολύχρωμη, με πάρα πολλές διαφορετικές φυλές ανθρώπων, κοινωνικά ρεύματα, εναλλακτικές κοινότητες.
Οι συντηρητικές αξίες της σταθερότητας, της ισχυρής οικογένειας, του σεβασμού στις παραδόσεις και τις διαχρονικές αξίες, του δέους προς το παρελθόν και μίας κοσμοθέασης που ο άνθρωπος δεν είναι τόσο το κεντρικό στοιχείο παρά ένα μέλος της ύπαρξης, είναι φυσικό να ταιριάζουν περισσότερο στην αγροτική, επαρχιακή ζωή. Μπορεί σήμερα τα κινήματα της οικολογίας και όλο το «πράσινο» lifestyle να προέρχεται από την αριστερά και ανθρώπους της μεσαίας αστικής τάξης που έχουν απογοητευτεί με την βιομηχανική κουλτούρα, η αποθέωση όμως της υπαίθρου και της φύσης ως εργαστήρια ανθρώπινης αρετής έχει «δεξιές» ρίζες: «Ξύσε την επιφάνεια της ψυχής πολλών συντηρητικών και από κάτω θα βρεις έναν χωριάτη. Υπάρχει κάτι που ελκύει… σε πιο φυσικούς και απλούς τρόπους ζωής. Ίσως επειδή τα οργανικά και αυθεντικά πράγματα μοιάζει να προσφέρουν ανάπαυση και σιγουριά σε έναν κόσμο γεμάτο αβεβαιότητες και άγχη» [1]. Ο στερεοτυπικός άνθρωπος της υπαίθρου, οι «βιολογικοί κηπουροί που αγαπούν τα όπλα, θρησκευόμενοι ανεξάρτητοι αγρότες… οι δεξιοί φυσιολάτρες», οι crunchy cons και hillbillies της αμερικανικής κουλτούρας [2], οι περήφανοι Μανιάτες και Κρητικοί και οι παλιοί Βλάχοι και Σαρακατσάνοι της ελληνικής υπαίθρου, όλοι αυτοί γοήτευαν και εξακολουθούν να γοητεύουν τη συντηρητική σκέψη, όλο και περισσότερο δε τώρα που η μετανεωτερική Δύση απομακρύνεται ταχύτατα από τις ρίζες της.
Άλλωστε και ο ίδιος ο Μαρξ δεν είχε και την καλύτερη άποψη για τους χωρικούς, που τους θεωρούσε υπολείμματα της φεουδαρχικής εποχής, «βαρίδια» οπισθοδρόμησης που καθυστερούν την κοινωνική πρόοδο προς τον σοσιαλισμό. Βεβαίως στα σοσιαλιστικά κινήματα του 19ου και 20ου αιώνα εντάχθηκαν πολλοί αγρότες (κυρίως ακτήμονες ή δουλοπάροικοι με αιτήματα αναδασμού της μεγάλης γαιοκτησίας), όμως για τη σοσιαλιστική σκέψη ο τρόπος ζωής τους έπρεπε να αλλάξει, να απομακρυνθεί από τις οργανικές, παραδοσιακές του ρίζες χάριν του εκσυγχρονισμού και της ανάπτυξης αστικού τύπου δομών μέσω της κολεκτιβοποίησης.
Η ανοικτή κοινωνία και οι (χωριάτες) εχθροί της
Το χάσμα σύγχρονης και παραδοσιακής ζωής ολοένα και μεγαλώνει. Ως που όμως φθάνει η αντιπάθεια των ελίτ (πολιτικοοικονομικών και ακαδημαϊκών-πολιτιστικών) της πολυπολιτισμικής παγκοσμιοποίησης για τους «χωριάτες»; Ας δούμε ένα πρόσφατο άρθρο της Die Welt (ελληνική μετάφραση του γράφοντος, αγγλική αναφορά εδώ [3], πρωτότυπο εδώ [4]):
Ερευνητές του «εξτρεμισμού» έχουν ταυτοποιήσει φιλικές, οικολογικά συνειδητοποιημένες οικογένειες που ζουν στη γερμανική ύπαιθρο ως πιθανώς επικινδύνους ριζοσπάστες και προειδοποιούν πως η ζωή στην ύπαιθρο είναι αφ’ εαυτή «συνδεδεμένη με τον ρατσισμό».
Υποδεικνύοντας τους κατοίκους της υπαίθρου με δεξιές απόψεις ως πρόβλημα, αυτοαποκαλούμενοι «αντιφασίστες» ελπίζουν να σταλούν μεγάλοι αριθμοί μεταναστών σε αγροτικούς οικισμούς και έχουν συστήσει πρωτοβουλίες υποδοχής για να το προετοιμάσουν κάτι τέτοιο.
Η Welt πληροφορεί τους αναγνώστες πως ερευνητές του εξτρεμισμού προειδοποιούν ότι οι «Λαϊκές» (Volkish) οικογένειες αποτελούν απειλή για τη χώρα. Ο όρος «Volkish» σχετίζεται με τη γερμανική ερμηνεία της λαϊκότητας και φέρει την έννοια του παραδοσιακού λαϊκού και οργανικού (Σ.τ.Μ.: συνδεδεμένου με τη γη, την κοινότητα και τα έθιμα) βίου.
Παρουσιάζοντας τις «λαϊκές» οικογένειες, η καθημερινή εφημερίδα γράφει: «Δεν ανήκουν σε κανένα κόμμα, καμία ένωση και κανέναν οργανισμό. Δεν έχουν [πολιτική] φωνή και δεν εισπράττουν επιδόματα. Ο όρος λοιπόν [παραπέμπει σε] οικογενειακές ομάδες που ζουν στην ύπαιθρο και εξωτερικά είναι υποδειγματικές, εσωτερικά όμως δεξιές».
Περιγράφοντας μία σκηνή όπου άνδρες, γυναίκες και παιδιά με παραδοσιακές φορεσιές χορεύουν σε ένα λιβάδι, η εφημερίδα προειδοποιεί πως τέτοιοι άνθρωποι μοιάζουν «βασικά αρκετά ακίνδυνοι, αλλά δεν είναι».
Οι «λαϊκές» οικογένειες, ενημερώνει η Welt τους αναγνώστες, είναι «φιλικοί γείτονες» που «καλλιεργούν λαχανικά, εκτρέφουν μέλισσες και παράγουν ηλεκτρισμό από φωτοβολταϊκά συστήματα».
Άλλες ενδείξεις που πρέπει κανείς να προσέξει, συνεχίζει, είναι άνθρωποι που «εμφανίζονται ως οικολόγοι και ασχολούνται με τη γεωργία και την χειροτεχνία, επιχειρηματολογούν κατά (Σ.τ.Μ.: της κατασκευής) του σχεδιαζομένου αυτοκινητοδρόμου 39 από την περιοχή τους και κάνουν πολλά παιδιά. Οι γυναίκες ψήνουν κέικ και συμμετέχουν σε συναντήσεις γονέων.
[…]
Το αμφιλεγόμενο Ίδρυμα Amadeu Antonio προειδοποιεί πως υπάρχει «σύνδεσμος ανάμεσα στην αγροτική ζωή και τον ρατσισμό». Σε μία έκθεση που ανατέθηκε από το Ομοσπονδιακό Υπουργείο Εσωτερικών, το ίδρυμα έγραψε: «Ο στόχος των [λαϊκών οικογενειών] είναι να διαμορφώσουν τον καθημερινό πολιτισμό τους και να οικοδομήσουν ένα αυτάρκες οικονομικό δίκτυο».
«Παρ’ ότι εκ πρώτης όψεως οι άνδρες και οι γυναίκες φαίνεται απλά να ασκούν πολιτιστικές και παραδοσιακές δραστηριότητες, δεν δέχονται μετανάστες, πρόσφυγες, δημοκράτες και ομοφυλοφίλους στην κοινωνία τους» προειδοποιεί η δημοσίευση.
Η πρώτη αντίδραση στο ανάγνωσμα αυτό είναι η έκπληξη. Αν μη τι άλλο θα μπορούσε να είναι μία καλογραμμένη φάρσα: ποιος να το φανταζόταν, πως η δημοκρατία απειλείται από ορδές εν υπνώσει εξτρεμιστών που τους αρέσουν οι δημοτικοί χοροί, οι μεγάλες οικογένειες, η αυτοσυντήρηση και (ω φρίκη ασύλληπτη) τα σπιτικά γλυκά και ζαρζαβατικά!
Πέρα από το φαιδρό της υπόθεσης, αποκαλύπτεται η θλιβερή όψη της πόλωσης που χαρακτηρίζει τη σύγχρονη πολιτική. Όλος ο επαρχιακός τρόπος ζωής κατηγορείται ως φύσει ύποπτος για την ανάπτυξη δεξιού εξτρεμισμού. Είναι προφανές ότι οι άνθρωποι της υπαίθρου έχουν συνηθίσει έναν πιο αργό, φυσικό και οργανικό ρυθμό ζωής και κοινωνικής μεταβολής, συνεπώς δεν αντιδρούν θετικά σε καταστάσεις που διασαλεύουν την τάξη τους. Τα «αγαθά» του μετανεωτερικού πολιτισμού της κοσμικής, πολυπολιτισμικής και διεθνοποιημένης Δύσης δε προκαλούν ενθουσιασμό. Αν όλο και μεγαλύτερα αστικά και εργατικά στρώματα αντιδρούν στην υπονόμευση των κοινωνικών ηθών που φέρνει ο ελευθεριάζων ριζοσπαστισμός και στις ραγδαίες δημογραφικές και πολιτισμικές αλλαγές που προκαλούνται από τη μαζική μετανάστευση, είναι απολύτως αναμενόμενο η κοινωνία της υπαίθρου να επιφυλάσσεται ακόμη περισσότερο. Πέραν της υιοθέτησης ή όχι των ιδεωδών της προοδευτικής παράταξης, η κριτική στον τρόπο ζωής κινείται στα όρια του γελοίου. Η οικολογική ευαισθησία θα έπρεπε να επαινείται και όχι να είναι σημείο γραφικότητας. Η ύπαρξη δεμένων οικογενειών με πολλά παιδιά, γονείς που εμπλέκονται ενεργά στην ανατροφή τους και εμπλουτίζουν την πολιτιστική τους ζωή με τα δρώμενα και τις ζωντανές παραδόσεις του τόπου τους είναι αληθινή ευλογία για μία ήπειρο που τη μαστίζει η υπογεννητικότητα, τα διαζύγια, η προβληματική ανατροφή των παιδιών, η αλλοτρίωση και η απώλεια ταυτότητας. Στους δύσκολους καιρούς που διάγει η Ευρώπη, με όλην την οικονομική και πολιτική αστάθεια, η προσπάθεια διατήρησης διατροφικής και οικονομικής αυτάρκειας και η δραστήρια οικιακή οικονομία είναι τουλάχιστον συνετή πράξη.
Που είναι λοιπόν το πρόβλημα; Η αποστροφή των «ερευνητών» και των απανταχού κηρύκων της προόδου, της ανεκτικότητας και της ποικιλομορφίας για την Volkisch κουλτούρα προέρχεται από την άρνηση της να αφομοιωθεί στο δικό τους πολιτιστικό αφήγημα. Επί δεκαετίες αγωνίστηκαν να επαναπροσδιορίσουν τις κοινωνικές αντιλήψεις για το φύλο, την οικογένεια, την εργασία, την παιδικότητα, τα πάντα. Η αστική κουλτούρα (ως γενική αρχή, με εξαιρέσεις) εκφράζεται πλήρως από τον ατομικισμό, την αδύναμη ή διαλυμένη οικογένεια, την επιδίωξη του προσωρινού και γρήγορου ενθουσιασμού, την (σχεδόν θρησκευτική) λατρεία για την αλλαγή, την απόρριψη των παραδόσεων χάριν του κοσμοπολιτισμού, την ανάπτυξη απειραρίθμων και ασυνδέτων υποομάδων ταυτότητας ως αντικαταστατών της παλαιάς κοινωνικής συνοχής. Όμως οι άνθρωποι των χωριών μοιάζουν να μην καταλαβαίνουν πως ο κόσμος άλλαξε. Επιμένουν στις αρχαϊκές παραδόσεις τους, τις απαρχαιωμένες και «καταπιεστικές» κοινωνικές δομές και νόρμες, είναι κολλημένοι στο Μεσαίωνα. Όσο και εάν επαίρεται για την αποδοχή του διαφορετικού, τη δυνατότητα συνύπαρξης διαφορετικών κοινωνικών πλαισίων και την ανάδειξη της ποικιλομορφίας, η progressive κουλτούρα (μαζί με το πολιτικό της σκηνικό) είναι βαθιά επεκτατική και δε μπορεί να διανοηθεί πως κάποιοι ίσως να μη συμμερίζονται τα οράματα της και αυτό που εκείνη λογίζει ως την αυτονόητη γραμμική πορεία προς την απόλυτη ανθρώπινη ελευθερία, ευτυχία και ισότητα.
Καθώς η Ευρώπη είναι ξεκάθαρα αστικοποιημένη, τα αντιδραστικά δεξιά κινήματα που έχουν αναπτυχθεί τα τελευταία χρόνια έχουν κυρίως προέλθει από ανθρώπους των πόλεων: συντηρητικοί μικροαστοί που τους θορυβεί ο ηθικοκοινωνικός μετασχηματισμός και τρομάζει η εγκληματικότητα, φτωχοί και φτωχοποιημένοι εργάτες που έχει αφήσει πίσω η αποβιομηχάνιση και μαζική εισροή φθηνού εργατικού δυναμικού, χρεωκοπημένοι καταστηματάρχες και βιοτέχνες που δεν μπορούν να ανταπεξέλθουν στον ανταγωνισμό των πολυεθνικών. Το πώς οι άνθρωποι της υπαίθρου (που τείνουν να ψηφίζουν κυρίως τα κατεστημένα κεντροδεξιά κόμματα και λιγότερο τα ευρωσκεπτικιστικά και εθνικιστικά) μπορούν να επηρεάσουν την εξίσωση της αντίδρασης στο consensus παγκοσμιοποίηση-ηθικός φιλελευθερισμός-πολυπολιτισμός είναι άγνωστο και λίγες αναλύσεις έχουν γίνει για το αυτό το θέμα. Ο ευρωπαϊκός τουλάχιστον αντιδραστικός χώρος (ακόμη ασύντακτος, ευάλωτος στο λαϊκισμό και ενωμένος περισσότερο από αυτά στα οποία αντιτίθεται παρά από μία συνεκτική κοσμοθέαση ή ένα κοινό όραμα) δεν παρουσιάζει μέχρι στιγμής ρεύματα αγροκεντρισμού (agrarianism), οργανικής πολιτειολογίας (integralism) και παραδοσιοκρατίας (traditionalism), πέραν του μικροαστικού και επαρχιακού συντηρητισμού.
Κατά πάσα πιθανότητα οι συμπαθείς οικογένειες που προκαλούν εφιάλτες στους «ερευνητές» του γερμανικού αντιφασισμού θα έχουν πολύ μικρή συμμετοχή σε δρώμενα και κινήματα. Όμως, για να μην αδικήσουμε και πλήρως τους ανθρώπους και την έρευνα τους, όντως τέτοιες κοινότητες είναι μία «μαγιά» αντικουλτούρας και πολιτιστικής αντίδρασης στον μεταβιομηχανικό κόσμο.
Για την ώρα όμως ας αφήσουμε τους Γερμανούς χωρικούς να χαρούν τα λαχανικά τους. Η «πρόοδος» μπορεί να περιμένει.
Παραπομπές:
Αναδημοσίευση από Νέα Πολιτική
Δεν υπάρχουν σχόλια:
Δημοσίευση σχολίου
Μας ενδιαφέρουν οι άποψεις σας και οι διαφωνίες σας.
Ο γόνιμος διάλογος μας κάνει όλους πιο σοφούς.