«Λένε πως ένας τσομπάνος ταξίδευε μ’ ένα καράβι και πήγε κοντά σε κάποιους σπουδαγμένους που λέγανε παλιές ιστορίες, κι άκουγε διακριτικά χωρίς να τον πάρουν είδηση. Άξαφνα πήδηξε στη θάλασσα με τα ρούχα. Σαν τον γλιτώσανε και τον ανέβασαν στο καράβι, τον ρώτησαν για ποιον λόγο έπεσε να πνιγεί. Και εκείνος απάντησε πως το έκανε από την απελπισία του, γιατί άκουσε κάποια πράγματα για τους παλαιούς ανθρώπους, που αν τα ήξερε πρωτύτερα, θα ήτανε καλύτερος στη ζωή του» (Φώτης Κόντογλου, νεωτερισμοί και παράδοσις α’)
Στις μέρες μας, γίνεται πολύς λόγος για την ανάγκη να επιστρέψουμε στην παράδοση. Παρά το ενδιαφέρον του αιτήματος, δεν παύει να προσεγγίζεται κοντόθωρα. Η παράδοση δυστυχώς εκφράζεται μόνο στα πολιτιστικά και καλλιτεχνικά δρώμενα που δεν έρχονται σε επαφή με την πραγματική κοινωνία, και τα οποία συνήθως περιορίζονται σε λαϊκά πανηγύρια και διοργανώσεις συλλόγων. Έχει χαθεί το νόημα της παράδοσης, το οποίο δεν είναι η διατήρηση ενός φαινομένου, πολιτιστικού χαρακτήρος, μίας συγκεκριμένης πολιτιστικής περιόδου, αλλά η μεταλαμπάδευση (παράδοση) αρχών και αξιών στον επόμενο. Διατήρηση και παράδοση δεν είναι συνώνυμες έννοιες, χωρίς να σημαίνει ότι η παράδοση δεν εμπεριέχει τη διατήρηση. Το καθήκον να παραδώσω στον επόμενο δεν με δεσμεύει να το παραδώσω αυτούσιο. Μπορώ να το εμπλουτίσω, να το εξελίξω, βασισμένος σε ο,τι κληρονόμησα, αλλά σίγουρα δεν σημαίνει ότι πρέπει να το διατηρήσω. Αυτό αδυνατεί να το κατανοήσει όχι μόνο ο νεωτερικός άνθρωπος, μα και ο παραδοσιακός. Αν και παρατηρείται μία επιστροφή στον folklore τρόπο ζωής, αυτός δεν απηχεί τους σκοπούς της παραδόσεως. Αφορά κυρίως καλλιτεχνικούς και εμπορικούς λόγους, όπως π.χ. η διασκευή παραδοσιακής και σύγχρονης μουσικής. Οι δε παραδοσιακοί σύλλογοι περισσότερο μαρτυρούν την παρακμή της παραδόσεως, παρά τη διατήρησή της, όπως τα αρχαία απομεινάρια στα μουσεία μαρτυρούν την ύπαρξη ενός πάλαι ποτέ ακμάζοντος πολιτισμού.
Εντούτοις η παράδοση είναι αναγκαία όσο ποτέ, προφανώς όχι για τα τραγούδια και τις φορεσιές. Ο Αριστοτέλης έλεγε – όχι άδικα – ότι ο Όμηρος είναι ο παιδαγωγός των Ελλήνων. Ας μου επιτραπεί να το εμβαθύνω και να υποστηρίξω ότι η παράδοση είναι ο παιδαγωγός ενός λαού. Ο μέσος Έλληνας στην αρχαία Ελλάδα δεν είχε διαβάσει ποτέ τα ομηρικά έπη, όμως η αλήθεια είναι ότι δεν χρειάστηκε, διότι είχαν ριζώσει στο γίγνεσθαι και σκέπτεσθαι των αρχαίων Ελλήνων και έγιναν βίωμα, ζωντανή παράδοση. Δεν είναι τίποτα πιο καταφανές στη σύγχρονη κοινωνία από την γενική αήθια και απαιδευσιά, η οποία δεν είναι το αποτέλεσμα του «κακού εκπαιδευτικού συστήματος», όπως συχνά υποστηρίζεται, αλλά το αναπόφευκτο αποτέλεσμα της έλλειψης ενός παραδοσιακού γίγνεσθαι που να συνέχει τον λαό. Αυτός είναι και ο βασικός σκοπός της παραδόσεως, ως συμπυκνωμένη σοφία και εμπειρία αιώνων που μεταλαμπαδεύεται σε κάθε νέα γενιά και την εμπνέει.
Ο άνθρωπος λαμβάνει ερεθίσματα από μικρή ηλικία, ξεκινώντας να διαπλάθεται ηθικώς και πνευματικώς από τους γονείς του. Οι ιστορίες και τα διδάγματα του πατέρα προς τον γιο, η ζύμωση μητέρας και κόρης, και γενικώς η επαφή των γονέων με τα παιδιά τους είναι η πρώτη και πιο θεμελιώδης παιδαγώγηση, αρκετό διάστημα πριν επηρεαστεί από τον κοινωνικό περίγυρο, τους φίλους και το σχολείο. Το σχολείο, μιας και αναφέρθηκε, δεν παράγει ήθη, ούτε φυσικά τα διδάσκει. Διδάσκει τεχνικές και γενικές γνώσεις που θα χρειαστούν αργότερα για πρακτικούς σκοπούς. Ο ανθρώπινος πολιτισμός είναι παραδοσιακός, δηλαδή είναι ένα οικοδόμημα που εδράζεται σε αρχαίες βάσεις επί των οποίων διαρκώς αναπτύσσεται. Αν είναι γενικώς παραδεκτό ότι ο πολιτισμός θα κατέρρεε δίχως την συνοχή της παραδόσεως, τότε τι μας κάνει να πιστεύουμε ότι η κοινωνία θα αντέξει;
Δεν εκλείπει, λοιπόν, η παραδοσιακή μουσική, ούτε το παραδοσιακό κεντητό, ούτε οι παραδοσιακές ενδυμασίες. Αυτό που εκλείπει είναι η ζώσα παράδοση. Σχεδόν ο,τι αξίζει από την λογοτεχνία του τόπου μας βγήκε από την παράδοση, όπως το Χρονικό του Γαλαξιδίου, ο Ερωτόκριτος, ο Διγενής Ακρίτας, τα έργα του Σολωμού, του Βηλαρά, του Παπαδιαμάντη, του Καβάφη (αλεξανδρινή παράδοση), και έφτασαν μέχρι τις μέρες μας μέσω της παραδόσεως, διότι δεν λογίζονταν ως κάτι απονεκρωμένο, αλλά όπως η καρδιά που πάλλει και κινεί το καυτό αίμα σε κάθε αρτηρία του σώματος, ούτως και η παράδοση κινεί τα γεγονότα, τις ιστορίες και τα ήθη στο σώμα της κοινότητας. Ελάχιστοι εκ των μεγάλων Ελλήνων λογοτεχνών και διανοητών ανατράφηκαν σε ανώτατα ιδρύματα. Και όσοι εξ αυτών μαθήτευσαν στα εν λόγω ιδρύματα, πάλι στην παράδοση βρήκαν καταφύγιο. Απέκτησαν την γνώση μυούμενοι σε μια αρχαία σοφία. Ήταν παραδοσιακώς πεπαιδευμένοι.
Είμαστε έτοιμοι και πρωτίστως πρόθυμοι να ενσταλάξουμε μέσα μας την παράδοση του έθνους μας και εν συνεχεία να την παραδώσουμε καλύτερη στα παιδιά μας; Αυτό είναι ένα από τα στοιχήματα της γενιάς μας.
«Η παράδοση που δίδασκε την αρετή στον λαό με τα παραδείγματα περασμένων ανθρώπων, με ιστορίες, με ποιήματα, με ζωγραφιές, με επιγράμματα, με αγάλματα τιμητικά κ.λπ. Αυτά τα παραδείγματα, ειπωμένα με θέρμη και με απλότητα παραστημένα, ανάβανε κάποιον ηρωικό ενθουσιασμό στην ψυχή των παλληκαριών, που ήτανε σαν την ίσκα, έτοιμη να πάρει φωτιά, και τη φιλοτιμούσανε στο καλό» (Φώτης Κόντογλου, νεωτερισμοί και παράδοσις β’)
Αναδημοσίευση από The mermaid tavern
Δεν υπάρχουν σχόλια:
Δημοσίευση σχολίου
Μας ενδιαφέρουν οι άποψεις σας και οι διαφωνίες σας.
Ο γόνιμος διάλογος μας κάνει όλους πιο σοφούς.