Η Ποσειδωνία ήταν αρχαία ελληνική αποικία της Κάτω Ιταλίας στην περιοχή της Καμπανίας.
Βρισκόταν 85 χιλιόμετρα νοτιοανατολικά της Νάπολης στην σημερινή επαρχία του Σαλέρνο, κοντά στις ακτές της Τυρρηνικής θάλασσας. Το λατινικό όνομα της πόλης ήταν Πέστουμ (Paestum).
Γενικά.
Στην περιοχή της Ιταλικής επαρχίας του Σαλέρνο, στο νότιον τμήμα του κόλπου του Σαλέρνο και σε μικρή απόσταση από τον σταθμό του τρένου Νάπολης – Paestum, ευρίσκεται ο αρχαιολογικός χώρος της αρχαίας Ποσειδωνίας, η οποία είναι γνωστή με το ρωμαϊκό της όνομα Paestum.
Ο αρχαιολογικός χώρος της πόλεως καταλαμβάνει μίαν εκτεταμένην πεδινήν έκτασιν 1.200 περίπου στρεμμάτων, από την οποίαν έχουν ανασκαφεί και αξιοποιηθεί μόνον τα250 στρέμματα. Τα υπόλοιπα φιλοξενούν αγροτικές καλλιέργειες και λίγες αγροικίες των διαμενόντων εκεί καλλιεργητών.
Δίπλα στον αρχαιολογικόν χώρον υπάρχει Μουσείον, στο οποίον εκτίθενται τα ευρήματα των ανασκαφών της πόλεως, καθώς και οι θαυμάσιες νωπογραφίες από τους τάφους της ευρεθείσης νεκροπόλεως. Φαίνεται δε, ότι οι τοπικές αρχές δεν έχουν προς το παρόν την πρόθεσιν συνέχισης των ανασκαφών, αφού και με τις ήδη πραγματοποιηθείσες, τα ευρήματα είναι πάρα πολλά και σημαντικά και ο χώρος συγκεντρώνει καθημερινά το ενδιαφέρον πολλών επισκεπτών.
Ιστορικά στοιχεία.
Τον 8ον αιώνα π.Χ., Αχαιοί από την περιοχή της Ελίκης και Ίωνες από την Τροιζίνα, στα πλαίσια του ονομαζόμενου δευτέρου Ελληνικού αποικισμού, ιδρύουν την πόλιν Σύβαριν, στην δυτικήν ακτήν του κόλπου του Τάραντος. Η πόλις γρήγορα αναπτύχθηκε και έγινε μία εκ των πλέον πλουσίων και ισχυρών της Μεγάλης Ελλάδος, λόγω της ενασχολήσεως των κατοίκων της με το εμπόριον και την καλλιέργειαν της εύφορης γης, την οποίαν ενέμοντο. Τόσον μάλιστα αναπτύχθηκε, ώστε έναν περίπου αιώνα μετά την ίδρυσίν της, να γίνει η ιδία Μητρόπολις άλλης αποικίας.
Τον 7ον αιώνα π.Χ., άποικοι από την Σύβαριν, εκμεταλλευόμενοι και την εξασθένησιν των Ετρούσκων, προχωρούν βορειοδυτικά και ιδρύουν την πόλιν Ποσειδωνία, ολίγα χιλιόμετρα νοτίως των εκβολών του ποταμού Σέλε, στην βορειοδυτικήν περιοχήν της αρχαίας Λευκανίας, στις εύφορες ακτές του Τυρρηνικού πελάγους, 85 περίπου χιλιόμετρα νοτίως της σημερινής Νάπολης, προκειμένου να επεκτείνουν το εμπόριον και την θαλάσσιαν επικοινωνίαν τους με τις άλλες αποικίες της Μεσογείου, από την πλευρά της Τυρρηνικής θάλασσας και με την βόρειον Ιταλία. Η ονομασία Ποσειδωνία, δόθηκε στην πόλιν από τους οικιστές προς τιμήν του θεού Ποσειδώνος, διά να ευνοεί την θαλασσοκρατία της πόλεως στην Τυρρηνικήν θάλασσαν.
Σε απόστασιν ολίγων χιλιομέτρων από τον χώρον, στον οποίον κτίσθηκε η Ποσειδωνία, δίπλα στις εκβολές του ποταμού Σέλε, προϋπήρχε πανάρχαιον Ιερόν της Αργείας Ήρας, του οποίου τα θεμέλια τα έβαλε ο Ιάσων, όταν επέστρεφε με τους Αργοναύτες από την Αργοναυτικήν εκστρατείαν, όπως μας πληροφορούν ο γεωγράφος Στράβων, ο Πλίνιος και ο Γάϊος Σολίνος!
Η πόλις δεν άργησε να αναπτυχθεί και να γίνει το σημαντικότερον κέντρον του Ελληνισμού στα βόρεια της Μεγάλης Ελλάδος.
Τον 6ον αιώνα π.Χ. ξέσπασαν εμφύλιες συγκρούσεις στις Ελληνικές πόλεις του κόλπου του Τάραντος και το 510 π.Χ., με την επέμβασιν των Κροτωνιατών, η πόλις Σύβαριςκυριεύεται και καταστρέφεται. Τότε πολλοί από τους Συβαρίτες, κατέφυγαν στην αποικίαν τους Ποσειδωνία, με αποτέλεσμα η πόλις να δυναμώσει και να αναπτυχθεί ακόμη περισσότερον.
Αφ’ ότου η Σύβαρις καταστρέφεται, το εμπόριον με την βόρειον Ιταλία, το αναλαμβάνει αποκλειστικά η Ποσειδωνία και ο πλούτος από την δραστηριότητα αυτή, γεμίζει τα ταμεία της πόλεως. Τότε κτίζονται και οι επιβλητικοί ναοί του Ποσειδώνος, της Ήρας και της Αθηνάς.
Τον 5ον αιώνα π.Χ., κατασκευάζονται πολλά έργα τέχνης και ανθεί η τεχνική της νωπογραφίας, με την οποίαν διακοσμούνται οι τάφοι. Τον ίδιον αιώνα κάνουν την εμφάνισίν τους οι Λευκανοί, ένα Ιταλικό φύλο προερχόμενο από τα κεντρικά Απένινα, το οποίον είχε εισβάλει και καταλάβει την επαρχία της Λευκανίας, την σημερινή Βασιλικάτα. Εκμεταλλευόμενοι την αμυντική αδράνεια της Ποσειδωνίας, κυριαρχούν στην πόλιν περί τα τέλη του 5ου ή τις αρχές του 4ου αιώνος. Ο Ελληνικός χαρακτήρας όμως της πόλεως δεν αλλάζει καθώς και οι Λευκανοί, υιοθετούν τον Ελληνικόν τρόπον ζωής και την Ελληνικήν τέχνην.
Στα τέλη του 4ου αιώνος π.Χ., η Ποσειδωνία συμμετείχε σε αιματηρούς πολέμους, οι οποίοι διεξήχθησαν μεταξύ των Ελλήνων της Κάτω Ιταλίας και των Σαμνιτών, Βρεττίωνκαι Λευκανών. Όπως μας πληροφορεί ο Ρωμαίος ιστορικός Τίτος Λίβιος, προς βοήθειαν των Ελλήνων έσπευσεν ο Αλέξανδρος Α΄ ο Μολοσσός, βασιλιάς της Ηπείρου, προσκεκλημένος από την πόλιν του Τάραντος, το έτος 334.
Ο Αλέξανδρος Α΄ ο Μολοσσός νίκησε τα ορεσίβια φύλα των Σαμνιτών, διώχνοντάς τα από όσες Ελληνικές πόλεις είχαν καταλάβει και εν συνεχεία στράφηκε εναντίον των Βρεττίων και διέλυσε την συνομοσπονδία τους, ελευθερώνοντας την Ηράκλεια του Τάραντος, το Σιπόντουμ, την Κονσεντία, και την Τιρένα. Οι Λευκανοί, οι οποίοι στην αρχή συμμάχησαν μαζί του κατά των Σαμνιτών, στράφηκαν τελικά εναντίον του, αλλά νικήθηκαν το 332 κοντά στις εκβολές του ποταμού Σέλε, εγκαταλείποντας την πόλιν της Ποσειδωνίας στα χέρια του.
Όμως ο Αλέξανδρος Α΄ ο Μολοσσός, δολοφονήθηκε από Λευκανούς, τους οποίους είχε στο στράτευμά του, κατά την διάρκειαν της αιφνιδιαστικής μάχης της Πανδοσίας και ενώ είχε καταφέρει να αντισταθεί νικηφόρα στους αντιπάλους του και να σκοτώσει τον αρχηγό τους το έτος 331.
Χωρίς την βοήθειαν πλέον του Ηπειρώτη βασιλιά, η Ποσειδωνία υπέκυψε πάλι στην επίθεση των Λευκανών, οι οποίοι την κατέλαβαν στα τέλη του – 4ου αιώνος. Ο φόρος τον οποίον πλήρωσαν οι Ποσειδωνιάτες, ήταν βαρύτερος και από τον φόρον του αίματος! Όπως μας πληροφορεί ο Αριστόξενος ο Ταραντίνος, τους απαγορεύτηκε από τους εισβολείς, ακόμη και να ομιλούν την Ελληνικήν γλώσσαν! Μόνον μία φοράν κάθε έτος, μπορούσαν να συναντώνται όλοι μαζί εκτός των τειχών της πόλεως, να εορτάζουν και να ομιλούν την γλώσσαν τους, θρηνώντας και διά την χαμένην τους ελευθερίαν. Το γεγονός αυτό απετέλεσε την έμπνευσιν στον ποιητή μας Κ. Καβάφη, διά να γράψει το ποίημά του «Ποσειδωνιάται»!
Η ελπίδα αναγεννήθηκε στους Έλληνες της Ποσειδωνίας διά την απελευθέρωσίν των από τους Λευκανούς και τις κατακτητικές βλέψεις των Ρωμαίων, με την έλευσιν του βασιλιά της Ηπείρου Πύρρου στην Μεγάλη Ελλάδα το έτος – 280 και την πρώτη του επεισοδιακή νίκη επί των Ρωμαϊκών λεγεώνων στην μάχη του ποταμού Σίριου, πλησίον της Ηράκλειας του Τάραντα. Ο Πύρρος όμως, παρ’ ότι δεν νικήθηκε παρά μόνον στην τελευταία μάχη με τους Ρωμαίους, αναγκάστηκε να αποχωρήσει το έτος 275 π.Χ. από την Κάτω Ιταλία, μη δυνάμενος να αντικαταστήσει τις μεγάλες απώλειες, τις οποίες υπέστη το στράτευμά του. Μετά την αποχώρηση του Πύρρου, οι Ρωμαίοι κυριάρχησαν στην Μεγάλη Ελλάδα και τελικά το έτος 273 κατέλαβαν την Ποσειδωνία, η οποία μετετράπη πλέον στο Ρωμαϊκό Paestum.
Κάτω από την Ρωμαϊκή κατοχή, η πόλις παρείχε στους Ρωμαίους, πλοία και ναύτες ακόμη και στις πλέον κρίσιμες περιόδους της Ρωμαϊκής ιστορίας, όπως σε αυτήν του πολέμου με τους Καρχηδονίους του Αννίβα. Οι Ρωμαίοι, εκτιμώντας την στάσιν αυτήν της Ποσειδωνίας, της παρεχώρησαν ειδικά προνόμια, καθώς και το δικαίωμα να εκδίδει τα δικά της χάλκινα νομίσματα, τουλάχιστον μέχρι τους χρόνους του αυτοκράτορος Τιβερίου (1ος αιώνας).
Κατά την διάρκειαν της Ρωμαϊκής περιόδου, οι οικονομικές και πολιτιστικές δραστηριότητες της πόλεως γνώρισαν νέαν άνθισιν. Κτίσθηκαν νέα δημόσια περικαλλή κτήρια, όπως ο Ναός της Ειρήνης, το Αμφιθέατρον, το Φόρουμ, το Γυμνάσιον και ο Ναός της Αφροδίτης, κατασκευασμένος εκτός των τειχών της πόλεως στις αρχές του 1ου αιώνος.
Την περίοδον του 3ου αιώνος π.Χ., η Ποσειδωνία είχε την εικόνα, την οποίαν έφεραν στο φως οι ανασκαφές.
Σταδιακά όμως και με την αποψίλωση των γύρω δασών από την ανάγκην καθέλκυσης πλοίων, καθώς και με τον αποκλεισμό της πόλεως από την πρόσβασιν στους νέους Ρωμαϊκούς οδικούς άξονες, η Ποσειδωνία παρήκμασε και μετετράπη σε ένα μικρό χωριό. Στην φάσιν αυτήν, η οποία συνετελέσθη στα μέσα του 5ου αιώνος μ.Χ., οι χριστιανοί μετέτρεψαν τον Ναό της Αθηνάς σε χριστιανική εκκλησία.
Τον 9ον αιώνα, οι περισσότεροι κάτοικοί της την εγκατέλειψαν, εξ αιτίας των επιδρομών των Σαρακηνών και της ελονοσίας από τα σχηματισθέντα στην περιοχή έλη και ίδρυσαν τον οικισμό Καπάτσιο Βέκιο, πλησίον των πηγών του ποταμού Σέλε.
Τον 11ον αιώνα, ό,τι απέμεινε από την Ποσειδωνία, υφίσταται τις καταστροφικές συνέπειες της επιδρομής των Νορμανδών του Ροβέρτου Γυισκάρδου και τρείς αιώνες αργότερον, εγκαταλείπεται οριστικά και από τους τελευταίους κατοίκους της.
Η Ποσειδωνία (Paestum) επανήλθε στο φως, ως τόπος ενδιαφέροντος, το έτος 1752, όταν ο βασιλιάς Κάρολος ο Γ΄ των Βουρβώνων προχώρησε στην διάνοιξιν δρόμου προς τον Νότον, ο οποίος διήλθε από την περιοχήν. Την περίοδον αυτήν γίνονται και οι πρώτες ανασκαφές, επειδή τα μέχρι τότε σωζόμενα ερείπια της Ποσειδωνίας, ήταν τα πλέον επιβλητικά σε όλην την Ιταλία.
Λίγα μόλις μέτρα μετά τον σιδηροδρομικόν σταθμόν του σημερινού Paestum, ο επισκέπτης θα βρεθεί μπροστά από την επιβλητική καμάρα της Πύλης της Σειρήνας του αρχαίου τείχους της Ποσειδωνίας. Τα τείχη της πόλεως με περιμετρικόν μήκος περίπου 5 χιλιομέτρων, χρονολογούνται από τον – 5ον αιώνα, έχουν μεγάλο πάχος ( 5 έως 7μέτρα), διασώζονται σε ύψος μεγαλύτερο των 10 μέτρων και φέρουν κατά διαστήματα τετράγωνους και κυκλικούς πύργους.
Άποψη του τείχους της Ποσειδωνίας
Διαβαίνοντας την Πύλην της Σειρήνας και προχωρώντας στην ευθεία ασφαλτοστρωμένη ομώνυμη οδό περίπου 500 μέτρα, διά μέσου καλλιεργημένων αγρών, φθάνουμε στο ανεσκαμμένο και αξιοποιημένο τμήμα της αρχαίας Ποσειδωνίας. Θαυμασμό και δέος προκαλεί η όψη των τριών μεγάλων και επιβλητικών περιπτέρων Ναών δωρικού ρυθμού, οι οποίοι υψώνονται μεγαλοπρεπώς στις δύο πλευρές του αρχαιολογικού χώρου και διατηρούνται σε πολύ καλή κατάσταση! Στα δεξιά, όπως βλέπουμε τον αρχαιολογικό χώρο, ορθώνεται ο Ναός της Αθηνάς, ενώ στα αριστερά μας και σε πολύ κοντινή απόσταση ο ένας από τον άλλον, οι Ναοί του Ποσειδώνος και της Ήρας.
Ο Ναός της Ήρας είναι ο αρχαιότερος εκ των τριών και είναι γνωστός και ως «Basilica». Η κατασκευή του ανάγεται στα μέσα του 6ου αιώνος π.Χ.. Φέρει περίστυλο από 9 κίονες στις μικρές πλευρές και από 18 κίονες στις μεγάλες.
Ο Ναός της Ήρας (Basilica)
Ο Ναός της Αθηνάς ευρίσκεται στο υψηλότερο σημείο της πόλεως και κατεσκευάσθη στα τέλη του 6ου αιώνος π.Χ.. Το περίστυλό του φέρει 6 κίονες στις μικρές πλευρές και 13 κίονες στις μεγάλες.
Ο Ναός της Αθηνάς
Ο Ναός του Ποσειδώνος είναι ο καλύτερα διατηρούμενος εκ των τριών και ευρίσκεται πλησίον του Ναού της Ήρας. Κατεσκευάσθη τον 5ον αιώνα π.Χ. και το περίστυλό του φέρει 6 κίονες στις μικρές πλευρές και 14 κίονες στις μεγάλες.
O Ναός του Ποσειδώνος
Εκτός των τριών Ναών, οι οποίοι δικαιολογημένα αποσπούν το ενδιαφέρον του επισκέπτη, εντός του αρχαιολογικού χώρου, μπορεί κανείς να θαυμάσει τους πλακόστρωτους δρόμους και τα διάφορα κτήρια και τις κατασκευές, τόσον της Ελληνικής, όσον και της Ρωμαϊκής περιόδου.
Σημαντικότερα εξ αυτών είναι το Ηρώον, κατασκευασμένο τον 6ον αιώνα π.Χ., το Ανοιχτόν Θέατρον η Εκκλησιαστήριον του 5ου αιώνος π.Χ., το Ρωμαϊκόν Φόρουμ και το Θέατρον του 3ου αιώνος π.Χ., ο Ναός της Ειρήνης και το Γυμνάσιον του 2ου αιώνος π.Χ., η Εστεγασμένη Αγορά και το Ρωμαϊκόν Θέατρον του 1ου αιώνος π.Χ., τοΑμφιθέατρον του 1ου αιώνος μ.Χ., καθώς και άλλα δημόσια και ιδιωτικά κτήρια.
Το Ηρώον
Το Ανοιχτόν Θέατρον
Το Ρωμαικόν Φόρουμ
Ο Ναός της Ειρήνης
Το Γυμνάσιον
Το Αμφιθέατρον
Εδώ τελειώνει το ταξίδι γνωριμίας μας, με την αρχαιότατην Ελληνικήν πόλιν των Τριτώνων! Ένα ταξίδι, το οποίον όποιος το πραγματοποιήσει στην πραγματικότηταν, θα μείνει καταγοητευμένος από τις εντυπώσεις, τις οποίες θα αποκομίσει από το ιστορικόν βάθος της πόλεως και από το κάλλος και την αρμονίαν του χώρου και των στοιχείων του!
Αναδημοσίευση από Αλφειός Ποταμός (στον σύνδεσμο θα βρείτε περισσότερα στοιχεία)
Αναδημοσίευση από Αλφειός Ποταμός (στον σύνδεσμο θα βρείτε περισσότερα στοιχεία)
Δεν υπάρχουν σχόλια:
Δημοσίευση σχολίου
Μας ενδιαφέρουν οι άποψεις σας και οι διαφωνίες σας.
Ο γόνιμος διάλογος μας κάνει όλους πιο σοφούς.