Άρθρο του Σαράντου Καργάκου στην εφημ. Κόντρα, 16/7/2016
Σὲ μιὰ ἀπὸ τὶς λεγόμενες ἔγκυρες δημοσκοπήσεις, πρὸς τὶς ὁποῖες ἐλάχιστη ἐκτίμηση τρέφω, εἶδα κάτι παρηγορητικό. Ἕνα ποσοστὸ γύρω στὸ 71% ἀποφαίνεται ὅτι γιὰ τὸ θλιβερὸ κατάντημα μας φταῖμε –ἐπὶ τέλους!– ἐμεῖς. Οἱ ξένοι ὅ,τι κι ἄν κάνουν, καλό ἤ κακὸ εἰς βάρος μας, τό κάνουν διότι, ὅπως συχνὰ τὸ νομίζουν, αὐτὸ ὑπηρετεῖ τὸ συμφέρον τους. Ἐμεῖς κοιτᾶμε βέβαια τὸ συμφέρον μας ἀλλὰ σὲ ἀτομικὴ καὶ ὄχι σὲ συλλογικὴ διάσταση. Βλέπουμε τὸν συνέλληνα σὰν ἀνοιχτὸ... πορτοφόλι! Μιλᾶμε γιὰ δικαιώματα καὶ ξεχνᾶμε ὅτι τὸ δικαίωμα στηρίζεται ἐπὶ τοῦ δικαίου. Ἔτσι, στὴν καλύτερη περίπτωση, τηροῦμε τὴν κατὰ γράμμα τήρηση τοῦ νόμου ἀλλ’ ἀδιαφοροῦμε γιὰ τὴν κατὰ τὸ πνεῦμα λειτουργία τοῦ δικαίου. Μοιραῖα δημιουργήσαμε μιὰ ἄλλου τύπου Ἑλλάδα, ποὺ ἔχει τὸ πρόσωπο τῆς κατάρας.
Καὶ ὡς νὰ μὴ ἔφθανε αὐτὸ, ἀφοῦ δημιουργήσαμε ἕνα κουρελιασμένο παρὸν, προσπαθοῦμε νὰ κουρελιάσουμε καὶ τὸ παρελθόν. Νὰ δείξουμε στὰ νέα παιδιὰ πὼς πάντα ἡ ἀπάτη ἦταν... μαγκιά! Καὶ ὅτι δὲν πέρασαν ἀπὸ τὸν τόπο μας ἄνθρωποι μὲ ἀνάστημα ὑψηλό, γιὰ νὰ μὴ φαίνεται ὁ δικός μας νανισμός. Ὅλα αὐτὰ προοιωνίζονται ἕνα κουρελιάρικο καὶ νανικό μέλλον. Ἡ Ἑλλὰς, ἀπὸ τὴν ἐποχὴ τῆς Δικτατορίας κι ἐντεῦθεν, ἐπελέγη σὰν πειραματόζωο, γιὰ νὰ ἀποδειχθεῖ ὅτι κι ἕνας μεγάλος λαὸς, μὲ τεράστιο ἱστορικὸ παρελθόν, χάρη σὲ νέα συστήματα ἐπιβολῆς, μπορεῖ νὰ σμικρυνθεῖ. Σήμερα ὅλοι οἱ κάποτε φίλοι μας (μὲ εἰσαγωγικὰ ἤ χωρὶς εἰσαγωγικὰ) μᾶς κοιτοῦν ὑποτιμητικὰ σὰν ἀρουραίους σὲ ὑπόνομο. Διότι στὴν τωρινὴ Ἑλλάδα δὲν εἶναι, ὅπως ἔλεγε ὁ Βελεστινλῆς (ξορκισμένος νὰ ’ναι!), «ὁ νόμος πρῶτος καὶ μόνος ἀρχηγὸς». Τὰ πρωτεῖα ἔχει ὁ ὑπόνομος! Οἱ Ναπολέοντες τοῦ ἐγκλήματος ἔχουν τὴ μεγαλύτερη διασημότητα. Τὸ σκάφος «Ἑλλὰς» κινεῖται σὰν παλιόβαρκα μὲ κουπιά. Ἀλλὰ «πλωρίτες» δὲν εἶναι Ἕλληνες. Αὐτοὶ στὸ σκάφος τους «τραβᾶνε κουπί». Ἄλλοι κάνουν κουμάντο γιὰ τὸ ποῦ θὰ πᾶμε καὶ ποῦ θὰ ἀράξουμε.
Ἦλθε, μήπως, ὁ καιρὸς νὰ ποῦμε τὸ «ρέκβιεμ» γιὰ τὸν Ἑλληνισμό; Ἦλθε ἡ ὥρα τοῦ καταποντισμοῦ; Ἐνταχθήκαμε, μήπως, στὴν «Ὠκεανία» τοῦ Τζώρτζ Ὄργουελ, κάτω ἀπὸ τὴ δικαιοδοσία κάποιου «Μεγάλου Ἀδελφοῦ»; Ἄς μὴν εἴμαστε βιαστικοὶ καὶ ἄς μὴ μᾶς κυριεύει ἡ ἀπογοήτευση. Οἱ νέοι εἰδικὰ ἄς μὴν ἀποθαρρύνονται ἀπὸ τούτη τὴ μακροχρόνια βαρυχειμωνιά. Μακροχρόνιους χειμῶνες –καὶ μάλιστα πιὸ φοβερούς– ἀντιμετώπισε καὶ ἡ δική μου γενιά. Δὲν εἶχα κλείσει τὰ δέκα μου χρόνια καὶ εἶχα δεῖ δύο μαζικὲς ἐκτελέσεις. Μὲ συγγενεῖς πρώτου βαθμοῦ ἀνάμεσα στοὺς νεκρούς. Ἀφήνω τοὺς λοιποὺς μεμονωμένους σκοτωμούς. Καὶ δὲν ἤμουν μόνος. Χιλιάδες παιδιὰ τῆς γενιᾶς μου δὲν μεγαλώσαμε μὲ τὸ τραγούδι, μεγαλώσαμε μὲ τὸ μοιρολόι. Ἡ τραγωδία σφράγισε τὴ ζωή μας. Μάθαμε ὅμως νὰ πονᾶμε καὶ συνάμα νὰ τραγουδᾶμε «Πότε θὰ γίνει ξαστεριὰ». Καὶ ζήσαμε πολλὰ διαστήματα ξαστεριᾶς χάρη στὴ σκληρὴ δουλειά.
Ἀλλ’ ἐδῶ καὶ χρόνια πλάκωσε νέα βαρυχειμωνιά. Ἕνα καινούργιο σκοτάδι κρύβει τὸν ὁρίζοντατῆς αὐγῆς. Τὸ σκοτάδι δὲν ἀντιμετωπίζεται μὲ τὴν ἀποθάρρυνση. Ἔλεγε ὁ Γέρος τοῦ Μοριᾶ (ἄν ἐπιτρέπεται νὰ παραπέμπουμε σὲ... «σφαγεῖς»!) ὅτι ἡ ὥρα ἡ πιὸ σκοτεινὴ τῆς νυκτὸς εἶναι λίγο πρίν ξημερώσει. Γιὰ νὰ ξημερώσει, ὅμως, ἡ νέα αὐγὴ, δὲν ἀρκεῖ τὸ «κικιρίκου» τῶν πετεινῶν. Χρειάζεται καὶ ἡ δική μας ἔγερση. Ὄχι γιὰ ἐξέγερση (χορτάσαμε ἀπὸ τέτοιες) ἀλλὰ γιὰ δουλειά. Διότι, ὅπως λέει καὶ ὁ Ἐλύτης (τώρα καὶ αὐτὸς σέ κάποιους λεπτοστόμαχους ξινίζει) «γιὰ νὰ γυρίσει ὁ ἥλιος θέλει δουλειὰ πολύ». Πιὸ ἁπλὰ: Καιρὸς νὰ ξαναγυρίσουμε στὴ δουλειά. Καὶ μετὰ τὴ δουλειὰ, μελέτη σοβαρὴ βιβλίων στιβαρῶν, ποὺ κάθε φράση τους νὰ ’ναι «μπουκιὰ ἀπὸ λιονταρίσιο μυαλό», ὅπως ἔλεγε ὁ Καζαντζάκης. Καιρὸς ν’ ἀνοίξουμε πανιὰ γιὰ νὰ ξεφύγουμε ἀπὸ τὴν πνευματική σαχλαμάρα.
Δεν υπάρχουν σχόλια:
Δημοσίευση σχολίου
Μας ενδιαφέρουν οι άποψεις σας και οι διαφωνίες σας.
Ο γόνιμος διάλογος μας κάνει όλους πιο σοφούς.