Άρθρο του Βασίλη Καραποστόλη στην εφημ. Βήμα,
Με πολλούς στεναγμούς ο δυτικός άνθρωπος ξαναγυρίζει σήμερα εκεί από όπου θέλησε να αποδράσει. Αναγκάζεται να ξαναμπεί στην τροχιά του μόχθου, την κυκλική κίνηση που τον έκανε κάποτε να ιδρώνει και να βαρυγκομά. Το είχε θεωρήσει σαν θεϊκή κατάρα να πρέπει να εξασφαλίζει με τέτοιους κόπους ακόμη και το δικαίωμα να αναπνέει, κι έφθασε να πιστέψει ότι ήταν το «αντίτιμο της αμαρτίας του». Για να ελαφρύνει το βάρος του αποφάσισε να γίνει πιστός: ήλπιζε έτσι ότι θα μαλακώσει η αυστηρότητα του Κριτή του και ότι θα μπορέσει κάποτε ως καλός προτεστάντης ή καθολικός να ζητήσει άφεση από τα κρίματά του.
Προτού απαντήσει στους αιτούντες ο Θεός, πρόλαβε και τους καθησύχασε ο καπιταλισμός. Τους έδωσε όλες τις ευκαιρίες για να ξεχαστούν, για να πείσουν τον εαυτό τους ότι χάρη στη σκληρή εργασία θα είχαν το προνόμιο να απολαύσουν χίλια δυο αγαθά και να περιμένουν ακόμη ότι τα χίλια θα γίνονταν πολύ περισσότερα. Χαλάλι ο κόπος, αφού η ζωή θα ανταμειβόταν με το παραπάνω. Ετσι η ζωή αναγορεύτηκε σε ύψιστο αγαθό. Λησμονήθηκε το ζήτημα της «σωτηρίας της ψυχής». Αφέθηκε στην άκρη κάθε έγνοια για το τι πρέπει να πράττει κανείς και ήρθε σε πρώτη μοίρα η μέριμνα για το πώς θα αυξηθούν τα ευχάριστα και πώς τα δυσάρεστα θα περιοριστούν στο ελάχιστο.
Αλλά αυτό δεν ήταν τίποτα άλλο από μια νέα δουλεία. Τι συνέβη; Από τα μέσα κιόλας του προηγούμενου αιώνα οι άνθρωποι έπεσαν με τα μούτρα στην καινούργια αναγκαστική ασχολία τους - έξω από τα επαγγέλματα και πέρα από τα ωράρια. Εψαχναν το πώς και με τι θα γεμίσουν τον περιβόητο «ελεύθερο χρόνο» τους. Ηταν ένας χρόνος δεσμώτης μιας νέας αγοράς όπου κυκλοφορούσαν αδιάκοπα εντυπώσεις, παιχνίδια, θεάματα. Δεν προσφέρονταν όμως δωρεάν∙ έπρεπε να τα αγοράσει κανείς, έπρεπε συνεπώς να δουλέψει και πάλι, να δουλέψει προκειμένου να μην αναρωτιέται: «προς τι» οι προσπάθειες; Για ποιον λόγο να επιδιώκονται αυτή η παραζάλη και αυτό το καταβρόχθισμα των στιγμών;
Ολα τούτα μαρτυρούν πώς ο δυτικός κόσμος ενώ κάποτε διεκδίκησε την απαλλαγή από τον μόχθο, τελικά ξαναμπήκε ηθελημένα στον ζυγό. Δεν δικαιούται συνεπώς σήμερα να παραπονείται. Η οικονομική στενότητα τον πιέζει, τον εξουθενώνει. Εκείνο όμως που φαίνεται να θλίβει το σύγχρονο άτομο είναι περισσότερο το ότι οι ανέσεις που είχε χάνονται παρά το ότι οι ευκαιρίες λιγοστεύουν για να αναπτύξει τις ανώτερες ικανότητές του. Δεν έχει πια το κουράγιο να πιστέψει ότι διαθέτει τέτοιες ικανότητες. Αλλωστε, η ίδια η λέξη «ανώτερο» σχεδόν τον ξενίζει. Τι πάει να πει αυτό; Η μαζική κοινωνία στους κόλπους της οποίας κινείται, αρνείται τις όποιες εξάρσεις του πνεύματος, σαρκάζει οτιδήποτε άλλοτε το αποκαλούσαν «έμπνευση» ή «σύλληψη», δυσπιστεί επίσης στη δυνατότητα του ατομικού νου να εποπτεύσει τα όσα συμβαίνουν καθημερινά. Επόπτευση; Μα, αυτό είναι αφ' υψηλού αυταπάτη των ελαχίστων εκείνων που νομίζουν πως ξεχωρίζουν από τους πολλούς. Δεν υπάρχει τέτοια περίπτωση, λένε. Ολοι πάνω-κάτω στο ίδιο επίπεδο βρίσκονται, με τις ίδιες αντιλήψεις, με τις ίδιες συνήθειες, την ίδια τεμπελιά που τους κρατάει δεμένους στις συνήθειές τους.
Αυτή ήταν λοιπόν η εξέλιξη; Από την ορμητική ώθηση του 19ου αιώνα να φθάσει η Δύση, έπειτα από δύο αιώνες, στο σημείο να παραιτείται από όλα όσα θα μπορούσε να κάνει; Εκεί φαίνεται, πράγματι, πως οδηγήθηκε. Είναι το σημείο της σύγχρονης πεζότητας. Η Δύση είναι πια προσκολλημένη στον εαυτό της, στην πιο φθαρτή του πλευρά. Ζει την κάθε της μέρα με το άγχος εκείνου που δεν διανοείται να κοιτάξει λιγάκι μακρύτερα. Αυτό είναι η πεζότητα: το σκυμμένο κεφάλι, όχι τόσο από τη σκλαβιά της ανάγκης όσο από τη συνήθεια να αρπάζεις οτιδήποτε βρίσκεται μπροστά σου, αυτό μόνο, αυτό διαρκώς.
Ηδη στην εποχή του ο Χέγκελ είχε χαρακτηρίσει τον ρωμαϊκό πολιτισμό κατά βάση πεζό. Αυτός ο πολιτισμός φαίνεται πως επέζησε στη συνείδηση της νεότερης Ευρώπης πολύ περισσότερο από τον αρχαιοελληνικό. Οι θεότητες της Ρώμης φρόντιζαν για το νοικοκυριό, για τις σοδειές, για τους γάμους και τους τοκετούς. Οι σημερινές θεότητες έχουν ανάλογο προορισμό: είναι μηχανισμοί υπηρεσιών που με μιαν απλή πληκτρολόγηση αναλαμβάνουν να τακτοποιήσουν τις υποθέσεις μας.
Τώρα όμως διαπιστώνεται πως ούτε αυτό ισχύει στον επιθυμητό βαθμό. Η τεχνολογία αρχίζει να απογοητεύει, η αίγλη της φεύγει, αλλά η πεζότητα μένει. Αν είχαν κρατηθεί στην ευρωπαϊκή παράδοση περισσότερα από την Αθήνα παρά από τη Ρώμη, τα πράγματα ίσως ήταν διαφορετικά. Η σκέψη τότε δεν αποκλείεται να ξανάβρισκε μερικούς εραστές ακόμη και μέσα στις τάξεις των πολιτικών. Οι ηγεσίες θα ξανάρχιζαν να εκπονούν σχέδια αντί να μπαλώνουν τις τρύπες που ανοίγουν οι ίδιες. Και η Δύση απέναντι στο νέο πάθος της Ανατολής θα αντέτασσε το δικό της έλλογο πάθος, που σήμερα της λείπει τόσο πολύ.
Ο κ. Βασίλης Καραποστόλης είναι καθηγητής Πολιτισμού και Επικοινωνίας στο Πανεπιστήμιο Αθηνών.
Αναδημοσίευση από το Βήμα
Δεν υπάρχουν σχόλια:
Δημοσίευση σχολίου
Μας ενδιαφέρουν οι άποψεις σας και οι διαφωνίες σας.
Ο γόνιμος διάλογος μας κάνει όλους πιο σοφούς.