"Είμαστε ένας λαός με παλικαρίσια ψυχή, που κράτησε τα βαθιά κοιτάσματα της μνήμης του σε καιρούς ακμής και σε αιώνες διωγμών και άδειων λόγων. Τώρα που ο τριγυρινός μας κόσμος μοιάζει να θέλει να μας κάνει τρόφιμους ενός οικουμενικού πανδοχείου, θα την απαρνηθούμε άραγε αυτή τη μνήμη; Θα το παραδεχτούμε τάχα να γίνουμε απόκληροι"

Γιώργος Σεφέρης

Τετάρτη 25 Απριλίου 2018

ΜΑΡΙΟΣ ΝΟΒΑΚΟΠΟΥΛΟΣ: Η μάχη του Μυριοκεφάλου (1176) και το τέλος του Μα...

ΜΑΡΙΟΣ ΝΟΒΑΚΟΠΟΥΛΟΣ: Η μάχη του Μυριοκεφάλου (1176) και το τέλος του Μα...:



Η μάχη του Μυριοκεφάλου (1176) και το τέλος του Μανουήλ Κομνηνού

Φράγκοι ιππότες, σύμμαχοι των Βυζαντινών, αιφνιδιάζονται από το ιππικό των Σελτζούκων.
Γράφει ο Μάριος Νοβακόπουλος*
Ο
αυτοκράτορας Μανουήλ Α' Κομνηνός (1143-1180) αντιμετώπισε κατά τη
διάρκεια της βασιλείας του εξωτερικές απειλές από κάθε κατεύθυνση, ενώ
ενεπλάκη και σε διάφορες φιλόδοξες εκστρατείες (Ιταλία, Αίγυπτος),
συνήθως με δυσμενή αποτελέσματα.  Παρά ταύτα το κύριο βάρος της
βυζαντινής στρατιωτικής πολιτικής έπεφδτε στη Μικρά Ασία, την καρδιά της
αυτοκρατορίας σημαντικό τμήμα της οποίας κατείχαν οι Σελτζούκοι
Τούρκοι.

Τρίτη 24 Απριλίου 2018

ΜΑΡΙΟΣ ΝΟΒΑΚΟΠΟΥΛΟΣ: Ο Βυζαντινός στρατός της δυναστείας των Κομνηνών: ...

ΜΑΡΙΟΣ ΝΟΒΑΚΟΠΟΥΛΟΣ: Ο Βυζαντινός στρατός της δυναστείας των Κομνηνών: ...:

Γράφει ο Μάριος Νοβακόπουλος*



Όταν ο Αλέξιος Α' Κομνηνός ανέτρεψε το Νικηφόρο Γ' Βοτανειάτη το 1081 και στέφθηκε αυτοκράτορας,
ξεκίνησε ένα γρήγορο πρόγραμμα αναδιοργάνωσης του στρατού.  Η κάποτε ακαταμάχητη βυζαντινή πολεμική
μηχανή  βρισκόταν εν πληρει αποσυνθέσει
και το σύστημα των θεματικών στρατιών, που τις στελέχωναν αγρότες-οπλίτες, είχε
καταρρεύσει εξ αιτίας των αδηφάγων μεγαλοκτημόνων.  Οι συνεχείς ήττες και οι εμφύλιοι πόλεμοι
είχαν αποδεκατίσει τόσο τα επαρχιακά στρατεύματα, όσο και τα αυτοκρατορικά
τάγματα.  Προσλαμβάνονταν μισθοφόροι, οι
οποίοι και απείθαρχοι ήταν και δεν πολεμούσαν με προθυμία και με κάθε ευκαιρία
παρεκτρέπονταν σε εγκλήματα.  Η απώλεια
των Μικρασιατικών εδαφών στέρησε μεγάλα λιβάδια και εκτροφεία πολεμικών αλόγων υψηλής
ποιότητας.  Επιπλέον η οριστική κατάκτηση
των ανατολικών επαρχιών σήμανε την καταστροφή των πολύ αποτελεσματικών σωμάτων
της Αρμενίας, που είχαν προσφέρει πολλά στον πόλεμο εναντίον των Αράβων
εισβολέων παλιότερα.  Η κατάσταση που
επικρατούσε όταν ο Αλέξιος έλαβε το αυτοκρατορικό αξίωμα δε διέφερε πολύ από
αυτή στο στρατό του Ρωμανού Διογένη το 1071, όπως την περιγράφει ο Κεδρηνός:

Οι περίφημοι στρατιώτες των
Ρωμαίων, που είχαν υποτάξει Ανατολή και Δύση, δεν είναι τώρα παρά λίγοι άνδρες,
τσακισμένοι από τη φτώχεια και το άγχος και άοπλοι.  Αντί για σπαθιά και άλλα στρατιωτικά όπλα…κρατούσαν
κυνηγετικά δόρατα και δρεπάνια…και τους έλειπαν τα άλογα και άλλα στρατιωτικά
εφόδια… Ήταν δειλοί και φυγόμαχοι και φαίνονταν ανίκανοι για οποιαδήποτε
γενναία πράξη.  Ακόμα και τα λάβαρα μιλούσαν
σιωπηλά:  ήταν καταθλιπτικά, σε άθλια
κατάσταση, μαυρισμένα σαν τον πυκνό καπνό, και με λίγους και φτωχούς άνδρες από
πίσω τους.  Όσοι είδαν αυτό το θέαμα
έπεσαν σε κατάθλιψη καθώς αναλογιζόταν πόσο χαμηλά είχαν ξεπέσει οι στρατοί των
Ρωμαίων.
Κεδρηνός, ΙΙ, 668-9






Ένας άλλος μονάρχης θα είχε
παραιτηθεί από κάθε προσπάθεια.  Όμως ο
Αλέξιος ήταν νέος, δραστήριος και είχε σκληραγωγηθεί μέσα από πολλές μάχες και
εκστρατείες.  Ο στρατός που συγκέντρωσε
με χίλιες δυσκολίες για να αντιμετωπίσει τους Νορμανδούς καταστράφηκε στο
Δυρράχιο και υπέστη επιπλέον απώλειες από τους Πετσενέγκους.  Όταν πια το 1091 κίνησε να τους νικήσει
τελειωτικά, είχε στη διάθεση του μονάχα 500 πολεμιστές!  Συμπλήρωσε λοιπόν το στρατό του με Κουμάνους
συμμάχους, ξένους μισθοφόρους και με τους ιδιωτικούς στρατούς φίλων και
συγγενών αριστοκρατών, που έσπευσαν στο πλευρό του.  Με το πέρασμα του χρόνου βέβαια, την αναδιοργάνωση
και την ίδρυση της πρόνοιας, μπόρεσε να παρατάξει αξιόμαχες
δυνάμεις.  Το στρατό αυτό οργάνωσαν, τελειοποίησαν
και οδήγησαν σε θριάμβους οι απόγονοι του, Ιωάννης και Μανουήλ.  Διεξήγαγαν νικηφόρους πολέμους, αφήνοντας άφωνη μια Οικουμένη που μέχρι πριν
λίγα χρόνια έβλεπε το Βυζάντιο στο χείλος της αβύσσου.  Ο
Βυζαντινός στρατός, με την επιμελημένη
οργάνωση, την προσεκτική εκπαίδευση, τον κατάλληλο εξοπλισμό και την
υψηλή
πειθαρχία που το διακατείχε, μαχόμενος υπέρ πίστεως και πατρίδος, για
την
ελευθερία της Ρωμανίας (Βυζαντίου) και για τη δόξα του αυτοκράτορα,
αποτέλεσε σκληρό αντίπαλο για κάθε επίβουλη δύναμη για εκατοντάδες
χρόνια, και η εποχή
των Κομνηνών δεν αποτέλεσε εξαίρεση.

Ηγεσία και
Ιεραρχία


Φυσικά, υπέρτατος διοικητής του
συνόλου των στρατιωτικών και ναυτικών δυνάμεων της Βυζαντινής αυτοκρατορίας
ήταν ο ίδιος ο αυτοκράτορας.  Οι Κομνηνοί
δεν έστελναν μονάχα άλλους στρατηγούς να πολεμήσουν για λογαριασμό τους, αλλά
πολύ συχνά εκστράτευαν οι ίδιοι, και όταν το έπρατταν δεν παρακολουθούσαν τη
μάχη από την ασφάλεια των μετόπισθεν, αλλά ορμούσαν μέσα στην εχθρική παράταξη
επικεφαλής του επίλεκτου ιππικού τους και πολεμούσαν με κίνδυνο της ζωής τους
δίπλα στους στρατιώτες τους, πράγμα που τους έκανε πολύ αγαπητούς.


Κάτω από τον αυτοκράτορα
βρισκόταν ο μέγας δομέστικος, ένα είδος αρχιστράτηγου.  Από αυτή τη θέση ο Αλέξιος αναρριχήθηκε στο
θρόνο.  Σαν αρχιστράτηγος, αλλά με πιο
περιορισμένη εξουσία, ήταν και ο πρωτοστάτορας, ενώ το στόλο διηύθυνε ο μέγας
δούκας.


Τα θέματα εξακολουθούσαν να
υπάρχουν, αλλά η διαίρεση τους σε πολλά μικρότερα σε συνδυασμό με την απαξίωση
του θεσμού του καλλιεργητή-στρατιώτη οδήγησε στην υποβάθμιση τους.  Όπως και παλαιότερα, στρατιωτικός διοικητής
του θέματος και πολιτικός κυβερνήτης της περιοχής ευθύνης του ήταν ο στρατηγός,
που διέθετε δικά του, επαρχιακά στρατεύματα, ανεξάρτητα από τα Βασιλικά
αλλάγια
, δηλαδή τον επαγγελματικό, τακτικό στρατό του αυτοκράτορα.  Κατώτεροι από τους στρατηγούς ήταν οι δούκες
και οι κατεπάνω, που επίσης διοικούσαν μικρότερες επαρχίες.  Σημαντικά φρούρια και οχυρωμένες πολιτείες
βρίσκονταν υπό τη διοίκηση ενός καστροφύλακα.

Τάγματα του
Βυζαντινού στρατού


Σε επίπεδο μονάδων, η νέα εποχή
έφερε την κατάργηση ή τον παραμερισμό αρχαίων στρατιωτικών σωμάτων, όπως οι
Σχολές, οι Εξκουβίτορες και οι Αθάνατοι. 
Επιβίωσε η Εταιρεία και η πασίγνωστη φρουρά των Βαράγγων μισθοφόρων, που
στελεχωνόταν από Άγγλους, Σκανδιναβούς και Ρώσους πολεμιστές και αναλάμβανε την
ασφάλεια του ίδιου του αυτοκράτορα.  Οι
Βαράγγοι ήταν πολύ αποτελεσματικοί και επίφοβοι, κατά κανόνα μεγαλόσωμοι και
έφεραν τεράστια τσεκούρια και μεγάλες ασπίδες. 
Μετά τον πόλεμο με τους Νορμανδούς ο Αλέξιος ίδρυσε το τάγμα των
Αρχοντόπουλων από 2.000 γιους αξιωματικών πεσόντων στη μάχη, το οποίο
παρομοίαζε με τον ιερό λόχο των αρχαίων. 
Όμως οι Αρχοντόπουλοι εξολοθρεύτηκαν από τους Πετσενέγκους, όταν
συγκρούστηκαν σε θρακικά εδάφη.  Φρουροί
του αυτοκράτορα και συνοδοί του στις μάχες ήταν οι επίλεκτοι κατάφρακτοι του
τάγματος των Οικείων.  Ήταν οι καλύτεροι
πολεμιστές του Βυζαντίου, εκπαιδευμένοι σκληρά και οπλισμένοι με ό,τι καλύτερο
είχε να επιδείξει η στρατιωτική τεχνολογία της εποχής.  Στους Οικείους συχνά υπηρετούσαν συγγενείς
του αυτοκράτορα, ευγενείς με τους ακόλουθους τους κ.α.  Άλλο επίλεκτο σώμα σωματοφυλακής ήταν οι
Βεστιαρίτες, που συν τοις άλλοις φρουρούσαν τα θησαυροφυλάκια του κράτους.

Τα Βασιλικά αλλάγια
απαρτίζονταν από διάφορες μονάδες και τάγματα.  Την πλειοψηφία διατηρούσαν φυσικά οι Ρωμιοί-Έλληνες,
αλλά και άλλοι λαοί πολεμούσαν υπό τη βυζαντινή σημαία.  Οι Βαρδαριώτες για παράδειγμα ήταν
εκβυζαντινισμένοι Ούγγροι που είχαν αποικίσει την κοιλάδα του Αξιού (Βαρδάρη),
και καλούνταν υπό τα όπλα όποτε χρειαζόταν. 
Το Λατινικόν ήταν σώμα στο οποίο υπηρετούσαν Φράγκοι
ιππότες.  Τις περισσότερες φορές δεν
επρόκειτο για μισθοφόρους αλλά για ανθρώπους μόνιμα εγκατεστημένους σε
βυζαντινά εδάφη, συχνά εξελληνισμένους, οι οποίοι όμως διατηρούσαν την πολεμική
τέχνη των προγόνων τους και αποδείχτηκαν πολύτιμοι στις μάχες.  Στο τάγμα των Τουρκόπουλων
στελεχωνόταν από χριστιανούς Σελτζούκους, συχνά αναμεμιγμένους με ελληνικούς
πληθυσμούς.  Το Σκυθικό τάγμα
απαρτιζόταν από ιπποτοξότες Ούζους, Πετσενέγκους και Κουμάνους.  Ικανοί ιππείς ήταν οι Αλανοί, λαός του
Καυκάσου, που όχι σπάνια προσλαμβάνονταν για να υποστηρίξουν κάποια
εκστρατεία.  Επιπλέον οι Σέρβοι και οι
Φράγκοι των Σταυροφορικών Κρατών έστελναν συχνά βοήθεια στο βασιλικό στρατο.


Το μεγαλύτερο κομμάτι των Βασιλικών
αλλαγίων
ήταν τα εντόπια (βυζαντινά ελληνικά) τάγματα, πεζοί, τοξότες και
ιππείς από τις επαρχίες της Μικράς Ασίας, της Θεσσαλίας, της Θράκης και της Μακεδονίας.  Ο Μανουήλ προσπάθησε να αναζωογονήσει το
θεσμό των στρατιωτικών κτημάτων, χωρίς αποτέλεσμα όμως.  Επικεντρώθηκε λοιπόν στην απόδοση
προνοιών.  Άλλωστε ένα σημαντικό κομμάτι
του στρατού αποτελούσαν οι προνοιάριοι, οι αριστοκράτες και οι υποτακτικοί
τους.  Τα στρατεύματα αυτά δεν ήταν
εφάμιλλα σε ποιότητα με τα βυζαντινά και συμμαχικά τάγματα του τακτικού
στρατού, αλλά ήταν γενικά ικανοποιητικά για ανάγκες φρούρησης και εκστρατείας.  Ο Μανουήλ όμως υπερέβαλε με τις
πρόνοιες και αντίθετα με τον πατέρα και τον παππού του, που ήταν πολύ φειδωλοί
στην παραχώρηση τους, απένειμε πάρα πολλές και συχνά σε ανθρώπους τελείως
απόλεμους, απλά για να τους δείξει την εύνοια του για κάποια υπηρεσία.  Μάλιστα αρκετοί Λατίνοι έγιναν προνοιάριοι,
πράγμα που δυσαρέστησε πολύ το βυζαντινό λαό.

Οι Βυζαντινοί
πολεμιστές


Οι ξένοι, οι σύμμαχοι
και οι μισθοφόροι είχαν οργάνωση και εξάρτυση κάθε τύπου, όμως ο εξοπλισμός και
η οργάνωση των βυζαντινών στρατευμάτων ήταν αρκετά τυποποιημένη.  Οι πληροφορίες που έχουμε σήμερα για τον
οπλισμό τους προέρχονται από ιστορικές καταγραφές και εικονογραφημένα
χειρόγραφα, αλλά και από αγιογραφίες στρατιωτικών αγίων.

Τον πυρήνα φυσικά του
στρατεύματος αποτελούσαν οι πεζικάριοι, που πλειοψηφούσαν αριθμητικά έναντι
άλλων σωμάτων.  Οι σκουτάτοι (από
το scutum, ασπίδα στα
λατινικά) ή οπλίτες (από το όπλον, ασπίδα στα αρχαία ελληνικά) ήταν το
βαρύ πεζικό, απευθείας απόγονοι των ρωμαϊκών λεγεώνων και των ελληνικών
φαλαγγών.  Ήταν βαριά οπλισμένοι, με
μεγάλες αμυγδαλόσχημες ασπίδες, θώρακα (κλιβάνιον) φτιαγμένο από
χαλύβδινες φολίδες ή πλακίδια, αλυσιδωτά πουκάμισα, περικνημίδες (ποδόψελλα),
περιβραχιόνια (χειρόψελλα) και χαλύβδινα κράνη (κασίδες).  Όπλα τους ήταν το δόρυ (κοντάριον) και
το βαρύ ξίφος.  Το δόρυ τη
χρησιμοποιούσαν μόνο όταν αμύνονταν ενάντια σε έφοδο εχθρικού ιππικού.  Σε άλλες περιπτώσεις, ξεκινούσαν πρώτοι την
επίθεση (τουλάχιστον όταν ήταν ισοδύναμοι ή περισσότεροι από τον εχθρό),
έριχναν τα δόρατα τους στις εχθρικές γραμμές και έπειτα έκαναν έφοδο με τα
σπαθιά, όπως ακριβώς και οι λεγεωνάριοι χίλια χρόνια νωρίτερα.  Οι σκουτάτοι διακρίνονταν για την πειθαρχία
τους και για τις ικανότητες τους στη μάχη.

Πελταστές στην αρχαιότητα
ήταν αθωράκιστοι ακροβολιστές, που κρατούσαν ελαφριά ακόντια και μικρή
δερμάτινη ασπίδα, την πέλτη (εξ ου και το όνομα τους).  Στο Βυζάντιο όμως λειτουργούσαν ως σώματα
εφόδου, με θωράκιση και καλύτερο οπλισμό. 
Ήταν πολύ αποτελεσματικοί, και τα στιβαρά τους ακόντια τους επέτρεπαν να
πολεμούν και εκ του συστάδην.  Στο Δυρράχιο το 1081 σταμάτησαν την
τρομερή επίθεση των Νορμανδών ιπποτών, επιτρέποντας στον αυτοκρατορικό στρατό
να ξεφύγει.

Τέλος, οι ψιλοί, όπως και
στην αρχαία Ελλάδα, ήταν ελαφροί, ευέλικτοι και συνήθως αθωράκιστοι τοξότες,
ακοντιστές και σφενδονιστές.  Πέρα από το
επιθετικά τους όπλα, δηλαδή τη σφενδόνη, το ακόντιο και το τόξο (δοξάριον) μπορεί να κουβαλούσαν ένα μικρό τσεκούρι (τζικούριον)
ή μαχαίρι για αυτοάμυνα.  Συνήθως
τάσσονταν μπροστά από το λοιπό στράτευμα για να παρενοχλήσουν τον αντίπαλο, ή
σε άμυνα στέκονταν πίσω από το πεζικό και σάρωναν με τοξεύματα και βλήματα τους
επιτιθέμενους για να ανακόψουν την ορμή τους. 
Όταν δέχονταν επίθεση ιπποτών, οι τοξότες σκότωναν τα άλογα τους, και
έτσι οι βαριά θωρακισμένοι Φράγκοι έμεναν βραδυκίνητοι και ευάλωτοι απέναντι
στους πιο ευέλικτους Βυζαντινούς.  Ήταν
μια έξυπνη τακτική, που χάρισε πολλές νίκες στην αυτοκρατορία.  Οι πεζοί τοξότες του Βυζαντίου ήταν επίφοβοι
αντίπαλοι ακόμη και για τους ασιάτες ιπποτοξότες, επειδή τα τόξα τους είχαν πιο
μεγάλη εμβέλεια.

Να σημειωθεί πως το
βυζαντινό πεζικό είχε στη διάθεση του το υγρό πυρ, το μυστικό όπλο της αυτοκρατορίας.  Με υγρό πυρ γέμιζαν πήλινες και γυάλινες
σφαίρες τις οποίες άναβαν και έριχναν στον εχθρό, εφευρίσκοντας έτσι τις πρώτες
χειροβομβίδες.  Μια ακόμη τρομακτική εφεύρεση,
το φλογοβόλο, βρισκόταν σε χρήση.  Τα
σιφώνια που έριχναν το υγρό πυρ στους εχθρούς τα χειρίζονταν ειδικά
εκπαιδευμένοι στρατιώτες.

Όπως όλοι οι μεγάλοι στρατοί,
έτσι και ο βυζαντινός φρόντιζε με μεγάλη σπουδή για πολιορκητικές μηχανές.  Οι μεσαιωνικές πόλεις προστατεύονταν από
παχιά τείχη, πύργους, προμαχώνες, τάφρους και εμπόδια, απαιτούντο λοιπόν πολλά
και ικανά μηχανήματα για να τις εκπορθήσουν. 
Το μηχανικό κατασκεύαζε κριούς για να ρίξουν τις πύλες, πολιορκητικούς
πύργους (ελεπόλεις) για να αναρριχηθεί το πεζικό στα τείχη, μεγάλες
μηχανικές βαλλίστρες που έριχναν τεράστιες λόγχες στον εχθρό, και καταπέλτες
που σφυροκοπούσαν τα τείχη και τα κτήρια της πόλης.  Ο μεγάλος καταπέλτης με αντίβαρο, το θρυλικό
τρεμπουσέτο που κυριάρχησε στην πολιορκητική τεχνική όλης της Ευρώπης για
τέσσερις αιώνες, εφευρέθηκα από τους Βυζαντινούς την εποχή των Κομνηνών.  Ο Αλέξιος Κομνηνός είχε σχεδιάσει τα μηχανήματα
που πολιόρκησαν τη Νίκαια το 1097, ενώ ο γιος του Ιωάννης είχε χειριστεί
προσωπικά καταπέλτες σε μάχη.


Βέβαια, το πιο σπουδαίο πολεμικό
σώμα του Βυζαντίου ήταν το ιππικό, και μάλιστα το βαρύ.  Όπως αναφέρθηκε παραπάνω, στο βυζαντινό
στρατό υπηρετούσε πλήθος Λατίνων ιπποτών, αλλά οι γηγενείς κατάφρακτοι
ιππείς ήταν πάντα το καμάρι της αυτοκρατορίας. 
Όμως σχεδόν αμέσως φάνηκε πόσο ανεπαρκείς ήταν απέναντι στους
ιππότες.  Το 1081 στο Δυρράχιο απέτυχαν παταγωδώς
να σταματήσουν τη θυελλώδη επίθεση των Νορμανδών, υφιστάμενοι δεινή ήττα.  Μπορεί οι Βυζαντινοί να μάχονταν καλά, αλλά η
τακτική τους ανήκε σε άλλη εποχή.  Οι κατάφρακτοι
έκαναν έφοδο σε μέση ταχύτητα για να μη διαταράσσεται η συνοχή της φάλαγγας.  Τέτοιου είδους τεχνικές ήταν αρκετές ενάντια
στο μουσουλμανικό ιππικό, αλλά οι ιππότες είχαν μάθει να επιτίθενται σε πλήρη
ταχύτητα και να σαρώνουν ό,τι βρουν μπροστά τους.  Για χρόνια οι ιππότες προκαλούσαν τρόμο και
κατάπληξη στους Βυζαντινούς.  Φήμες
έλεγαν πως ένας από αυτούς μπορούσε να καταβάλλει 20 κατάφρακτους, ενώ η Άννα
Κομνηνή έγραφε πως η έφοδος ενός ιππότη μπορούσε να τρυπήσει τα τείχη της
Βαβυλώνας.  Το πρόβλημα ήταν μεγάλο και
έπρεπε να επιλυθεί.  Ο Αλέξιος σε μάχες
που ακολούθησαν χρησιμοποίησε τεχνάσματα, για παράδειγμα τη διασπορά καρφιών
στο πεδίο για να τραυματιστούν τα άλογα ή την παράταξη ελαφρών αμαξών τις
οποίες έσπρωχναν πεζοί, ώστε να επιβραδυνθεί η έφοδος των ιπποτών, που
ταυτόχρονα υφίσταντο βροχή από βέλη. 
Μόλις λοιπόν έχαναν την ορμή τους, δέχονταν την αντεπίθεση των
καταφράκτων που αναλάμβαναν να τους τρέψουν σε φυγή.  Όμως τέτοια ημίμετρα δεν είχαν πάντοτε
επιτυχία, και οι φοβεροί ιππότες πολλές φορές νίκησαν τους Βυζαντινούς.

Η στροφή του Μανουήλ Α’ προς τη
Δύση συνοδεύτηκε και από πρακτικές αλλαγές, όπως η εισαγωγή του προηγμένου
οπλισμού των ιπποτών στους κατάφρακτους. 
Οι νέοι κατάφρακτοι ιππείς του Μανουήλ, με την άριστη εκπαίδευση, τις
εξεζητημένες τακτικές τους, τη σιδερένια τους πειθαρχία και το νέο τους
εξοπλισμό (ασπίδες και σέλες νέου τύπου, σπιρούνια, μακριές λόγχες, καλύτερη θωράκιση)
θα αποτελούσαν έναν αξιόμαχο αντίπαλο για κάθε ευρωπαϊκό στρατό, προσαρμοσμένο στις ανάγκες της εποχής.

Χαρακτηριστικό δείγμα της
μεταρρύθμισης που γνώρισε την περίοδο αυτή το βυζαντινό ιππικό αποτελεί το
ανάγλυφο του Αγίου Γεωργίου του Τροπαιοφόρου στην αρχή του άρθρου, που
φιλοτεχνήθηκε την εποχή των Κομνηνών.  Αν
παρατηρήσει κανείς προσεκτικά, θα δει πως ο δρακοντοκτόνος άγιος ιππεύει με
τεντωμένα τα πόδια στηριζόμενος στον αναβολέα και όχι στη σέλα, ενώ η άκρη του
πέλματος του κλίνει προς τα κάτω.  Αυτή η
μέθοδος ιππασίας, που προσέδιδε στον αναβάτη μεγαλύτερη σταθερότητα, εισήχθη
από τη Δύση.  Αυτό μπορεί να πιστοποιηθεί
και με σύγκριση του αναγλύφου με φράγκικες μικρογραφίες της περιόδου, όπου οι πολεμιστές
ιππεύουν με τον ίδιο τρόπο.

Οι κατάφρακτοι σε γενικές γραμμές
φορούσαν βαριά θωράκιση υψηλής ποιότητας από την κορυφή έως τα πόδια.  Αλλά και τα άλογα τους συχνά ήταν
προστατευμένα με καλύμματα από πλάκες μετάλλου, ενώ στο μέτωπο φορούσαν
μεταλλική προσωπίδα.  Όπλα των
καταφράκτων ήταν η μακριά ιππική λόγχη και το ξίφος.  Συχνά έφεραν κυρτό ξίφος, επηρεασμένοι από
τους μουσουλμάνους.  Όμως το πιο επίφοβο
όπλο τους ήταν το σιδερένιο ρόπαλο, το απελατίκιον, που μπορούσε να
καταφέρει βαριά πλήγματα στον αντίπαλο και να τσακίσει το κεφάλι του μαζί με το
κράνος.

Το ελαφρύ ιππικό
αποτελείτο γενικά από ιπποτοξότες και ιπποακοντιστές.  Ήταν ταχύ και ευέλικτο, και απαραίτητο σε
κάθε μάχη κατά νομαδικών λαών, που επίσης παρέτασσαν πολλούς έμπειρους ιπποτοξότες.  Υπήρχαν τμήματα τέτοιου ιππικού απαρτιζόμενα
από Βυζαντινούς, που συχνά έφεραν καλή θωράκιση και συνόδευαν στη μάχη τους
κατάφρακτους, αλλά οι περισσότεροι ιπποτοξότες ήταν ξένοι:  Τούρκοι, Βαρδαριώτες, Αλανοί, Ούζοι, Κουμάνοι
και Πετσενέγκοι.  Οι ιπποτοξότες της
ευρασιατικής στέπας, αν και φαινομενικά λιγότερο ισχυροί από τους κατάφρακτους
και τους ιππότες, μπορούσαν να γίνουν πολύ επικίνδυνοι.  Ήταν καταπληκτικοί ιππείς, άριστοι στο
σημάδι, ολιγαρκείς, σκληραγωγημένοι και αεικίνητοι.  Αν κατάφερναν να παρασύρουν τον αντίπαλο σε
άτακτη και ασύντακτη καταδίωξη, μπορούσαν εύκολα να τον παγιδεύσουν, να το
σαρώσουν με βέλη και να αντεπιτεθούν καταστρέφοντας τον.  Οι δαιμόνιοι αυτοί καβαλάρηδες έδωσαν αρκετές
νίκες στους Βυζαντινούς, αλλά πολλές φορές οι στρατοί της αυτοκρατορίας
υπέστησαν δραματικές ήττες από τους ιπποτοξότες άλλων χωρών.  Στο ελαφρύ ιππικό ανήκαν και οι προκουρσάτορες,
που έφεραν λόγχη αλλά αντίθετα με τους κατάφρακτους η θωράκιση τους ήταν πολύ
πιο ελαφριά.  Συνόδευαν τους ιπποτοξότες
και είχαν αποστολή να παρενοχλούν τον αντίπαλο, ώστε όταν ξεκινούσε η ξέφρενη
επέλαση των καταφράκτων, εκείνος να είναι αποδυναμωμένος.

Όπως ήταν φυσικό, το βυζαντινό
στράτευμα ακολουθούσε το βοηθητικό σώμα, το τούλδον.  Το αποτελούσαν μηχανικοί και τεχνίτες που έστηναν
το στρατόπεδο, έσκαβαν χαρακώματα και κατασκεύαζαν πολεμικές μηχανές, γιατροί,
νοσοκόμοι και τραυματιοφορείς που περιποιούντο τους τραυματίες και τους
αρρώστους, ιερείς που λειτουργούσαν και ανύψωναν το ηθικό των πολεμιστών,
ιπποκόμοι, πεταλωτήδες, σιδηρουργοί, ξυλουργοί, μάγειρες, κατάσκοποι, υπηρέτες
και ημιονηγοί.  Στο τούλδον ανήκαν
επίσης και τα υποζύγια, άλογα και μουλάρια, που μετέφεραν τρόφιμα, εφόδια και όπλα.



Η αυτοκρατορία απέναντι στον πόλεμο

Πρέπει φυσικά να επισημανθεί πως
ο πόλεμος ήταν το έσχατο μέσο στο οποίο κατέφευγε η αυτοκρατορία για την
επιβολή ή υπεράσπιση των συμφερόντων της. 
Οι Βυζαντινοί ήταν από τους πρώτους λαούς που μελέτησε και εξάσκησε
συστηματικά τη διπλωματία σαν επιστήμη και σα θεμελιώδη παράμετρο της πολιτικής
τους.  Περιτριγυρισμένη από σμήνη εχθρών
που καιροφυλακτούσαν, η Βυζαντινή αυτοκρατορία έπρεπε να τηρεί λεπτές
ισορροπίες, να συνάπτει συμμαχίες, να κάνει μυστικές διαπραγματεύσεις, να
δωροδοκεί και προσεταιρίζεται όποιον ήταν χρήσιμος.  Στην Κωνσταντινούπολη έδρευε ένα ευρύ δίκτυο
συμβούλων, διπλωματών, υπευθύνων για την υποδοχή ξένων πρεσβειών (λογοθέσιο του
δρόμου), κατασκόπων και ιεραποστόλων.  Κάθε
αυτοκράτορας γνώριζε πως αν βασιζόταν μόνο στην ωμή ένοπλη βία, το κράτος δε θα
μπορούσε να ανταπεξέλθει στις δυσκολίες και τους πολυμετώπους πολεμικούς
αγώνες.  Η έξυπνη, πολυεπίπεδη και καλά
σχεδιασμένη εξωτερική πολιτική ήταν κάτι που ξεχώριζε το Βυζάντιο από τα
περισσότερα κράτη της εποχής του, ως αναγκαία προϋπόθεση για την επιβίωση μιας
εξελιγμένης (για τα μέτρα του Ύστερου Μεσαίωνα) κοινωνίας και ενός μεγάλου κράτους
σε ένα εχθρικό και επικίνδυνο διεθνές περιβάλλον.




*φοιτητής διεθνών, ευρωπαϊκών και περιφερειακών σπουδών (mnovakopoulos.blogspot.gr)

Δευτέρα 23 Απριλίου 2018

ΜΑΡΙΟΣ ΝΟΒΑΚΟΠΟΥΛΟΣ: Λέων ο μαθηματικός: Βυζαντινός επιστήμονας και εφε...

ΜΑΡΙΟΣ ΝΟΒΑΚΟΠΟΥΛΟΣ: Λέων ο μαθηματικός: Βυζαντινός επιστήμονας και εφε...:

Γράφει ο Μάριος Νοβακόπουλος*
Μιλώντας για το Βυζάντιο είναι η αλήθεια ότι τα πρώτα πράγματα που μας
έρχονται στο μυαλό δεν είναι οι επιστήμες και οι εφευρέσεις. Ακόμη και όσοι
εκτιμούν και θαυμάζουν την ιστορία της Ανατολικής Ρώμης θα μιλήσουν για μεγάλους αγίους και
φιλοσόφους, ισχυρούς αυτοκράτορες, την αρχιτεκτονική και τη ζωγραφική, τη δύναμη
του βασιλικού στρατού.  Κι όμως η
αυτοκρατορία της Κωνσταντινουπόλεως, το κράτος με το υψηλότερο μορφωτικόεπίπεδο για την εποχή του, ήταν αναμενόμενο να βγάλει μεγάλα μυαλά που
λάμπρυναν τον πολιτισμό της με τις γνώσεις και τις κατασκευές τους.




 Σήμερα θα μιλήσουμε για έναν τέτοιον άνδρα: τον Λέοντα το Μαθηματικό.






Ο Λέων γεννήθηκε το 790 στη Θεσσαλία, μεγάλωσε όμως στην Άνδρο.  Αφού ολοκλήρωσε τη βασική εκπαίδευση, πήγε
στην Κωνσταντινούπολη για να διδαχθεί γραμματική και ποίηση.  Καθώς όμως το πάθος του ήταν οι θετικές
επιστήμες, γύρισε στο νησί του και εκεί, υπό την καθοδήγηση ενός
μοναχού-δασκάλου, έμαθε ρητορική, μαθηματικά και αστρονομία.  Γύριζε τις βιβλιοθήκες των μοναστηριών για να
μάθει όσα περισσότερα πράγματα μπορούσε και γρήγορα έγινε από τους καλύτερους
της εποχής του.  Το 835 γύρισε στην
Κωνσταντινούπολη και έκανε ιδιαίτερα μαθήματα.








Ως τότε ο Λέων ήταν άγνωστος και ζούσε φτωχικά.  Η τύχη όμως είχε άλλα σχέδια.  Ένας μαθητής του πιάστηκε αιχμάλωτος από τους
Άραβες σε μία εκστρατεία και οδηγήθηκε στη Βαγδάτη, στο παλάτι του χαλίφη Αλ
Μαμούν.  Ο χαλίφης ήταν φανατικός φίλος
της μάθησης και είχε φτιάξει στην πρωτεύουσα του τον Οίκο της Σοφίας, ένα είδος
πανεπιστημίου το οποίο γέμισε με βιβλία κάθε είδους, κυρίως αρχαία ελληνικά
συγγράμματα που αγόραζε από τους Βυζαντινούς. 
Ο Μαμούν εντυπωσιάστηκε πολύ από τις μαθηματικές γνώσεις του νεαρού
αιχμαλώτου, ακόμη περισσότερο δε όταν τον διαβεβαίωσε ότι στο Βυζάντιο υπήρχαν
χιλιάδες άνθρωποι με υψηλή μόρφωση.  Ο
χαλίφης τον ελευθέρωσε και τον έστειλε στην Κωνσταντινούπολη, μαζί με μια σειρά
από δύσκολα μαθηματικά προβλήματα.  Ο
νέος τα έδωσε στο δάσκαλο του, και ο Λέων τα έλυσε χωρίς δυσκολία.  Ο ενθουσιασμένος χαλίφης έγραψε στον
αυτοκράτορα Θεόφιλο, προσφέροντας του αιώνια ειρήνη και τεράστιες ποσότητες
χρυσού σε αντάλλαγμα την αποστολή του Λέοντα στη Βαγδάτη.  Ο Θεόφιλος όμως αρνήθηκε.  Αντίθετα διόρισε τον Λέοντα δημόσιο διδάσκαλο
και του παραχώρησε το ναό των Αγίων Σαράντα, όπου γίνονταν δωρεάν επιστημονικές
διαλέξεις.  Το 840 τον έκανε και
μητροπολίτη, όμως με την παλινόρθωση των εικόνων τρία χρόνια μετά καθαιρέθηκε
ως εικονομάχος.








Δεν ήταν όμως αυτό το τέλος για τον Λέοντα.  Το 855 διορίζεται «ύπατος των φιλοσόφων»,
πρύτανης δηλαδή, στη σχολή της Μαγναύρας
Εκεί διδάσκει μαθηματικά, μουσική και αστρονομία.  Μαθητές του υπήρξαν μεγάλες προσωπικότητες
όπως ο Φώτιος ο Μέγας, ο Αρέθας, ο Κύριλλος με το Μεθόδιο (φωτιστές των Σλάβων)
και ο αστρονόμος Θεοδήγιος.








Ως μαθηματικός ο Λέων εισήγαγε πρώτος τα γράμματα στις αλγεβρικές εξισώσεις
(μαθαίνοντας αργότερα αυτήν την καινοτομία στους Άραβες) και αντέγραψε το έργο
πολλών αρχαίων Ελλήνων όπως του Ευκλείδη, του Αρχιμήδη και του Πτολεμαίου,
κάνοντας σχόλια και διορθώσεις.  Δυστυχώς
το μεγαλύτερο μέρος του έργου του έχει χαθεί: 
μπορεί το ορθόδοξο καθεστώς να του συγχώρησε την εικονομαχική στάση και
να τον διόρισε καθηγητή, ορισμένοι φανατικοί όμως κατέστρεψαν τα πιο πολλά
βιβλία του.








Τέλος ο Λέων ήταν και εφευρέτης. 
Αναβαθμίζοντας σημαντικά τις αρχαίες φρυκτωρίες, έφτιαξε ένα σύστημα «φάρων» που
διέτρεχε για 2..000 χιλιόμετρα τη Μικρά Ασία, από τα ανατολικά σύνορα ως την
Κωνσταντινούπολη.  Έτσι με φωτεινά σήματα
η πρωτεύουσα ειδοποιείτο κάθε φορά που γινόταν εισβολή Αράβων.  Χάρη σε δύο μηχανικά ρολόγια το σύστημα αυτό
έδινε ξεχωριστά μηνύματα σε περίπτωση νίκης ήττας ή φυσικών καταστροφών.  Ακόμη έφτιαξε ένα «μηχανικό σάρωθρο», κάτι
σαν αυτόματη μηχανή οδοκαθαρισμού, και μεταλλικά πτηνά που κελαηδούσαν,
λιοντάρια που βρυχώντο και αγγέλους που σάλπιζαν για να πλαισιώσουν το θρόνο
του αυτοκράτορα.  Δυστυχώς τίποτα από
αυτά δε σώζεται σήμερα.  Οι Άραβες λίγες
δεκαετίες μετά κατέστρεψαν το ένα από τα ρολόγια του συστήματος των
φρυκτωρτιών, ενώ τα μηχανήματα των ανακτόρων κόσμησαν το Ιερό Παλάτιο για
αιώνες, σε καιρούς οικονομικής κρίσης όμως είτε αφήνονταν χωρίς συντήρηση να
αχρηστευθούν είτε τα έλιωναν για να κάνουν νομίσματα.
*φοιτητής διεθνών, ευρωπαϊκών και περιφερειακών σπουδών (mnovakopoulos.blogspot.gr)

Το αποικιακό εγχείρημα του ελληνικού κόσμου - Η διαδικασία και τα χαρακτ...









Οι αρχαίοι Έλληνες έκαναν δεκάδες αποικίες σε ανατολή και δύση
μεταλαμπαδεύοντας το ελληνικό πνεύμα σε όλη τη Μεσόγειο και τη Μαύρη
θάλασσα.


Η διαδικασία αυτή δεν ήταν καθόλου εύκολη υπόθεση. Οι κίνδυνοι
δεκάδες, όμως τα προβλήματα των πόλεων υποχρέωσαν εκατοντάδες πολίτες να
ψάξουν μια καλύτερη τύχη σε νέους άγνωστους τόπους.

Κυριακή 22 Απριλίου 2018

Φάυλλος ο Κροτωνιάτης - Ο ήρωας των Μηδικών που τίμησε ο Μέγας Αλέξανδρος

του Νίκου Παππά, Πολιτικού Επιστήμονος


Στην Ελλάδα λίγα γνωρίζουμε για την ιστορία της Μεγάλης Ελλάδος στην Ιταλία. Της Magna Grecia, όπως την ονομάζουν οι Ιταλοί. Μάλιστα ορισμένοι είναι τόσο ανιστόρητοι που νομίζουν ότι η ονομασία αυτή είναι αλυτρωτική, δηλαδή κάτι περίπου σαν τη μεγάλη ιδέα.

Όμως η Magna Grecia είναι ένα πολύ σημαντικό κομμάτι της ιστορίας του ελληνικού κόσμου και της αρχαίας μας ιστορίας. Οι Έλληνες μετά τον δεύτερο ελληνικό αποικισμό ίδρυσαν δεκάδες πόλεις σε όλη την Ιταλία, πάνω από 30, οι περισσότερες εκ των οποίων σήμερα είναι εξαφανισμένες απ’ τον χάρτη.

Στην ιστορία της Μεγάλης Ελλάδος υπήρξαν τεράστιες προσωπικότητες. Μια απ’ αυτές, μα δυστυχώς άγνωστη σε όλους μας, είναι του Φάυλλου, ενός μεγάλου αθλητή από τον Κρότωνα, στον οποίο τιμές απέδωσε ακόμη κι ο Μέγας Αλέξανδρος.

Παρασκευή 20 Απριλίου 2018

ΜΑΡΙΟΣ ΝΟΒΑΚΟΠΟΥΛΟΣ: Από το Μεσαίωνα στο Νεομεσαιωνισμό του 21ου αιώνα

ΜΑΡΙΟΣ ΝΟΒΑΚΟΠΟΥΛΟΣ: Από το Μεσαίωνα στο Νεομεσαιωνισμό του 21ου αιώνα:

Γράφει ο Μάριος Νοβακόπουλος*





Οι διεθνείς
σχέσεις γνώρισαν χαώδεις αλλαγές από την κατάρρευση της Δυτικής Ρωμαϊκής
αυτοκρατορίας μέχρι σήμερα.  Η γέννηση
του δυτικού και ευρύτερα του ευρωπαϊκού γίγνεσθαι ανάγεται στην μετέπειτα
περίοδο (Μεσαίωνας), με δύο βασικά «μπλοκ»: το βυζαντινό και το λατινικό.








Όπως ένα
διεθνές σύστημα με το σημερινό ορισμό, η Βυζαντινή Κοινοπολιτεία και η δυτική res
publica Christiana ήταν «σύνολ[α] από αλληλοσχετιζόμενες και αλληλεξαρτημένες
αλληλεπιδράσεις μεταξύ διεθνών δρώντων».  Κατά τον ορισμό του Karl
Deutsch, «ένα διεθνές σύστημα αποτελείται
από συμπλέγματα οικισμών, μέσα μεταφοράς, πολιτιστικά κέντρα, γλωσσικές
περιοχές, διαχωρισμούς τάξεως και κάστας, φραγμούς μεταξύ αγορών, μεγάλες
περιφερειακές αντιθέσεις σε πλούτο και αλληλεξάρτηση». 










Υπό αυτούς
τους όρους οι δύο κόσμοι αποτελούν μεγάλα και πολύπλοκα συστήματα, τόσο σε
χωρική έκταση όσο και σε στρατηγικό (πολιτικό, στρατιωτικό) βάρος, πολιτιστικό
βάθος και οικονομική επιφάνεια.  Δεν επρόκειτο για συστήματα εθνών ή εθνών
κρατών με τη σύγχρονη έννοια (ο όρος «διεθνείς» σχέσεις για την εποχή εκείνη
χρησιμοποιείται μάλλον συμβατικά), καθώς τότε δε υπήρχε κρατική κυριαρχία αλλά
ένα καθεστώς πολλαπλών αλληλεπικαλυπτομένων μορφών ισχύος και νομιμοποιήσεως,
σε τοπικό, περιφερειακό και «παγκόσμιο» (οικουμενικό) επίπεδο και στη σφαίρα
του κοσμικού ή του θρησκευτικού.  Ακόμη και εντός του συστήματος αυτές οι
μορφές εξουσίας ήταν ενίοτε ανταγωνιστικές, όπως η μακροχρόνια διαπάλη μεταξύ
βασιλέων και φεουδαρχών ή πάπα και Γερμανού αυτοκράτορος (και σε μικρότερο
βαθμό, Βυζαντινού αυτοκράτορος και οικουμενικού πατριάρχου).
















Η ύπαρξη του
συστήματος εξασφάλιζε μία σχετική ενότητα, τυπική πολιτική ιεραρχία και
δυνατότητα μετακινήσεως, οικονομικής δραστηριοποιήσεως και πολιτιστικών
επαφών.  Τη Βυζαντινή Κοινοπολιτεία, με έδρα την Κωνσταντινούπολη, ένωνε η
σχεδόν μυθική πολιτιστική ακτινοβολία της αυτοκρατορίας, οι νόμοι της, η
ορθόδοξη χριστιανική πίστη βασισμένη στο ανατολικό τυπικό και ως ένα βαθμό η
ελληνική γλώσσα.  Τη Χριστιανική Πολιτεία της Εσπερίας χαρακτήριζε η
κυριαρχία της λατινικής γλώσσης, ο συγκεντρωτικός έλεγχος όλων των
εκκλησιαστικών δικαιοδοσιών από τη Ρώμη, η οικουμενική ιδεολογία της Γερμανικής
αυτοκρατορίας, η κοινή εμπειρία και κοινωνική οργάνωση της φεουδαρχίας καθώς
και θεσμοί που ξεπερνούσαν σύνορα και εθνότητες, όπως τα προσκυνήματα, τα
πανεπιστήμια, τα μοναστικά τάγματα και εν τέλει οι ίδιες οι Σταυροφορίες. 
Το σύστημα διεθνών σχέσεων της μεσαιωνικής Ευρώπης ήταν οργανωμένο τόσο ως
χαλαρό διπολικό (loose bipolar) όσο ως εν μέρει ιεραρχικό (hierarchical)-εν
μέρει διότι η ιεραρχία που διεκήρυττε το Βυζάντιο ήταν ευμετάβλητη και, ιδίως
την εξεταζόμενη περίοδο, περισσότερο ρητορική παρά απτή, ενώ για τη Δύση η
υποταγή στο Γερμανό αυτοκράτορα είχε ουσιαστικό περιεχόμενο μόνο στην κεντρική
Ευρώπη, με τα άλλα βασίλεια να υπάγονται βέβαια στη Ρώμη (εκκλησιαστικά και
εμμέσως πολιτικά βάσει της θεωρίας των δύο ξιφών) αλλά όχι στην «Αγία Ρωμαϊκή
αυτοκρατορία».  Το Βυζαντινό σύστημα αποτελείτο από μία μεγάλο
αυτοκρατορία και πέριξ αυτής πολλά, μικρά κράτη δορυφόρους.  Στη Δύση τα
αξιόλογα βασίλεια ήταν αρκετά (Γερμανία, Γαλλία, Αγγλία, σκανδιναβικά και
ιβηρικά κράτη) οπότε επικρατούσε εκτός από την ιεραρχία, κάποια ισορροπία
ισχύος.








Η μεσαιωνική εξουσία έχει λίγες
ομοιότητες με το βεστφαλιανό πρότυπο του κρατοκεντρικού, αναρχικού συστήματος,
όπου το έθνος αξιώνει την απόλυτη πίστη των υπηκόων του και ασυλία έναντι
εξωτερικών επεμβάσεων από οποιονδήποτε τρίτο δρώντα.




Η αντίθεση
αυτή είναι φυσική καθ’ ότι το καθεστώς που δημιούργησε η συνθήκη της Βεστφαλίας
(1648) κατήργησε ακριβώς τη Χριστιανική Πολιτεία (παρ’ ότι ο όρος συνεχίστηκε
να χρησιμοποιείται και η ρητορική της διεθνούς διακυβερνήσεως χάριν
χριστιανικής ειρήνης και δικαίου είναι παρούσα στο σχηματισμό της Ιεράς
Συμμαχίας το 1815) και την επικυριαρχία του πάπα και του αυτοκράτορος.  Το
παλαιό σύστημα χαρακτηριζόταν κατακερματισμό, αποκέντρωση, ιεραρχία και έντονη
ρητορική οικουμενικότητος.  Καθώς τότε δεν υπήρχαν ιδεολογίες με τη σύγχρονη
έννοια, η πίστη και ο αυτοκρατορικός θεσμός ήταν οι πλατφόρμες πραγματώσεως και
προπαγανδίσεως οραμάτων παγκοσμίου κυριαρχίας.  Αυτό έκανε το βυζαντινό
και το δυτικό κόσμο οντολογικώς ασυμβάτους.  Δεν είναι δυνατόν να υπάρχουν
δύο αυτοκρατορίες, δύο θείοι τοποτηρητές, δύο Εκκλησίες.  Κάτι τέτοιο
αντιβαίνει τις πιο στοιχειώδεις αρχές πολιτικής θεολογίας και την ίδια τη φύση
του αυτοκρατορικού φαινομένου.  Από τη στιγμή που τα ζωτικά συμφέροντα και
οι πολιτικές, στρατιωτικές και οικονομικές τύχες των δύο κόσμων ήρθαν σε τόσο
στενή επαφή και αλληλεπίδραση μετά τις Σταυροφορίες, η σύγκρουση, αν όχι
αναπόφευκτη, είχε πολύ ισχυρή προδιάθεση για να εκδηλωθεί.  Η αντίθεση
συμφερόντων (εμπόριο, κατοχή στρατηγικών θέσεων, πολιτική επικυριαρχία,
στρατιωτική στρατηγική) είναι από μόνη της ικανή να διαταράξει σοβαρά τις
σχέσεις μεταξύ δυνάμεων, όταν όμως συνοδεύεται από κοσμοθεωρητικά παραδείγματα
(paradigm, weltanschaung) τόσο ανταγωνιστικά οι προοπτικές συνυπάρξεως
μειώνονται ακόμη περισσότερο.  Η αντίθεση βυζαντινού-δυτικού παραδείγματος
δεν έγκειται απλά στην ετερότητα τους, όπως αντιτίθεται π.χ. η έννοια της
οικουμενικής Χριστιανοσύνης με το πολιτικό Ισλάμ (χαλιφάτο, ούμα,
νταρ-αλ-Ισλάμ), αλλά στο ότι διεκδικούν την ηγεμονία με βάση τις ίδιες
αρχές.  Γινόταν αντιληπτή ως αγώνας νομίμων κληρονόμων και σφετεριστών,
ορθοδόξων και κακοδόξων (διαστροφέων δηλαδή της πίστεως, κάτι που μπορεί να
εκληφθεί ως χειρότερο από την απιστία), όχι απλώς ως ημετέρων και ξένων ή
πιστών και απίστων.








Παρ’ ότι μέχρι σήμερα τα κυρίαρχα
κράτη αποτελούν τους βασικότερους δρώντες των διεθνών σχέσεων, το καθεστώς τους
και η απολυτότητα της κυριαρχίας τους δεν υφίστανται χωρίς αμφισβήτηση ή
πιέσεις.
 




Τις
τελευταίες δεκαετίες του 20ου αιώνος και δη μετά το τέλος του Ψυχρού Πολέμου, η
αυξανόμενη αλληλεξάρτηση και παγκοσμιοποίηση της διεθνούς οικονομίας, η
ανάπτυξη περιφερειακών ενώσεων και εγχειρημάτων ολοκληρώσεως, η αύξηση των
αρμοδιοτήτων των διεθνών οργανισμών και η εντεινόμενη επιρροή διεθνικών και
υποκρατικών ομάδων, κινημάτων και μορφωμάτων (ΜΚΟ, επιχειρήσεις κ.α.) έχουν
οδηγήσει αρκετούς διεθνολόγους στην παρατήρηση πως το τρέχον σύστημα διεθνών
σχέσεων γίνεται ολοένα και πιο περίπλοκο, απομακρυνόμενο από το βεστφαλιανό
μοντέλο, όπου η πολιτική ήταν υπόθεση σχεδόν αποκλειστικά των κρατικών
κυβερνήσεων.  Στο βιβλίο του «Η Αναρχική Κοινωνία», ο Hedley Bull απέρριψε
τις προβλέψεις περί ολοκληρωτικής διαβρώσεως της κρατικής κυριαρχίας,
αναγνώρισε όμως την ανάδυση ενός μεικτού συστήματος, το οποίο αποκάλεσε
«νεομεσαιωνικό».  Στο νέο περιβάλλον το κρατικό μονοπώλιο ασκήσεως
πολιτικής και το απαραβίαστο της κρατικής κυριαρχίας μετριάζονται από ένα
δίκτυο πολλαπλών επιπέδων κυριαρχίας, επικυριαρχίας και πλαισίων πίστεως και
συμμορφώσεως, ενίοτε αλληλοσυγκρουομένων.  Δεν υφίσταται κεντρική αρχή στο
τρέχον σύστημα, πολλώ δε με βάση το υπερβατικό στοιχείο, όμως αυτή η ταυτόχρονη
τάση κατακερματισμού στο εσωτερικό των κρατών (νέου τύπου κοινωνία των πολιτών,
διάχυση της πληροφορίας, αυξημένη επαφή με το εξωτερικό, νέες ταυτότητες και
συνειδήσεις) και ενώσεως στο εξωτερικό (κοινή άμυνα και εξωτερική πολιτική,
αρμοδιότητα διεξαγωγής πολέμου ή αναλήψεως εσωτερικών υποθέσεων από διεθνείς
οργανισμούς) όντως ενέχει ομοιότητες σχετικά με την δυτική Ευρώπη του
Μεσαίωνος, όπου ο λόγος του πάπα και του τοπικού δουκός είχε πολύ συχνά
μεγαλύτερη βαρύτητα από τα διατάγματα του βασιλέως.  Τόσο πολέμιοι όσο και
υποστηρικτές της Ευρωπαϊκής Ενώσεως έχουν αναζητήσει παραλληλισμούς μεταξύ
αυτής και της Αγίας Ρωμαϊκής αυτοκρατορίας.  Δεν είναι καθόλου τυχαίο πως
διαπρεπείς πολιτικοί που εργάζονται για το σκοπό της ευρωπαϊκής ολοκληρώσεως (ανάμεσα
τους και ο ημέτερος Κωνσταντίνος Καραμανλής) τιμώνται με το παράσημο του
Καρλομάγνου, προσωπικότητα που έχει διαχρονικά ιδωθεί ως pater Europae, πατέρας
της Ευρώπης και προπομπός του οράματος για κοινή συνείδηση και πολιτική ενότητα
μεταξύ των λαών της.








Όμως, παρ’ ότι το τρέχον σύστημα
μοιάζει του μεσαιωνικού όσον αφορά τα παραπάνω, περεταίρω σύγκριση δείχνει ότι
ο όρος «νεομεσαιωνισμός» είναι σε μεγάλο βαθμό καταχρηστικός.
 




 Ένα σύστημα βασισμένο στην πολιτική θεολογία
και στην κοινωνική πίστη που προέρχεται από τον λόγο της τιμής και τον φόβο της
Κρίσεως είναι οντολογικά πολύ διαφορετικό από το σύγχρονο πρότυπο του κράτους
δικαίου, της κοσμικότητος και της αντιπροσωπευτικής δημοκρατίας.  Το
μονοπώλιο της βίας παραμένει υπό αυστηρό κρατικό έλεγχο, ακόμη και όταν τίθεται
υπέρ των σκοπών κάποιου διεθνούς οργανισμού (το μισθοφορικό φαινόμενο,
εξαιρετικά διαδεδομένο στο Μεσαίωνα, σήμερα είναι περιθωριακό).  Παρά την
ανάκαμψη της θρησκείας στο δημόσιο χώρο και τη διάψευση παλαιοτέρων προβλέψεων
για το «θάνατο του θεού», απέχει πολύ από το να αποτελεί παράγοντα τόσο
κεντρικό και πρωτεύοντα όσο το Μεσαίωνα.  Στη νεώτερη εποχή τη θρησκεία
αντικατέστησε ως βασική κινητήριο δύναμη της ιστορίας η ιδεολογία, σήμερα
τουλάχιστον όμως λείπει μία ενιαία οικουμενική κοσμοθεωρία για το διεθνές
σύστημα.  Ο κομουνισμός κατέπεσε, ο εθνικισμός και ο λαϊκισμός είναι
περισσότερο αντιδραστικά κινήματα παρά ολοκληρωμένες αντιπροτάσεις, ενώ το
αφήγημα της φιλελεύθερης παγκοσμιοποιήσεως έχει υποστεί σοβαρά πλήγματα από
πολλές πλευρές, με το όραμα του «τέλους της ιστορίας» διαψευσμένο.





*φοιτητής διεθνών, ευρωπαϊκών και περιφερειακών σπουδών (mnovakopoulos.blogspot.gr)



ΠΡΩΤΗ ΔΗΜΟΣΙΕΥΣΗ: Geopolitics & Daily News  20-4-2018

Τελικά ποιός δικαιούται να ασκεί πολιτική σε αυτή τη χώρα; Ο… «ετερόκλητος ΟΧΛΟΣ» και ο ΦΑΣΙΣΜΟΣ του πολιτικού συστήματος

του Νίκου Παππά, Πολιτικού Επιστήμονος


Για άλλη μια φορά στην πολύπαθη αυτή χώρα, πολιτικοί εξ αριστερών και δεξιών αναφέρθηκαν στον ελληνικό λαό με τα πιο απαξιωτικά λόγια. Λίγες εβδομάδες πριν ο «αγαπών» τις λαϊκές «μάζες» Αλέξης Τσίπρας αποκάλεσε ετερόκλιτο όχλο(!) τους Έλληνες που διαδήλωναν για το Σκοπιανό, ενώ αυτές τις ημέρες ο Πάνος Καμμένος επιβεβαιώνοντας την κυβερνητική αλληλεγγύη και κοινή ιδεολογία κούνησε το δάχτυλο στους νεαρούς που έβαλαν τη σημαία στη βραχονησίδα μικρός Ανθρωποφάς, λέγοντας πως δεν μπορούν αυτοί να κάνουν εξωτερική πολιτική για τη χώρα.

Τετάρτη 18 Απριλίου 2018

ΜΑΡΙΟΣ ΝΟΒΑΚΟΠΟΥΛΟΣ: Ερμηνεύοντας τα βαθύτερα αίτια των Σταυροφοριών

ΜΑΡΙΟΣ ΝΟΒΑΚΟΠΟΥΛΟΣ: Ερμηνεύοντας τα βαθύτερα αίτια των Σταυροφοριών:

Γράφει ο Μάριος Νοβακόπουλος*

Η
ερμηνεία των πράξεων των διεθνών δρώντων αποτελεί κεντρική αποστολή της
επιστήμης των διεθνών σχέσεων.  Ανάλογα με την ανθρωπολογική (ανθρώπινη
φύση) και κοινωνιολογική κοσμοθέαση (διάρθρωση και οργάνωση της
κοινωνίας, εσωτερικές της σχέσεις), τις προτεραιότητες της διεθνούς
πολιτικής (ασφάλεια, ευημερία, συνεργασία κ.α.) και τις μεθόδους που
χρησιμοποιούνται, οι προσεγγίσεις αυτές κατατάσσονται σε «σχολές».  Οι Σταυροφορίες,
ένα από τα πιο ενδιαφέροντα γεγονότα της ευρωπαϊκής ιστορίας, έχουν
κατά κύριο λόγο ερμηνευθεί βάσει της ρεαλιστικής ή της υλιστικής
προσεγγίσεως.








Κατά
τη ρεαλιστική θεωρία, την οποία πρώτος εφήρμοσε συστηματικά στις
Σταυροφορίες ο Markus Fischer το 1992, οι μεσαιωνικές εκστρατείες στους
Αγίους Τόπους, παρ’ όλες τις ιστορικές ιδιαιτερότητες και τη διαφορετική
μορφή του τότε διεθνούς συστήματος, έχουν όλα τα χαρακτηριστικά που θα
χαρακτήριζαν και μία σύγχρονη σύγκρουση, με βάση την πάγια επιδίωξη των
δρώντων για ισχύ, ασφάλεια και πολιτική επιβίωση σε πνεύμα ιδιοτελείας. 
Οι τότε δυνάμεις, από τις αυτοκρατορίες μέχρι τα μικρά φέουδα, παρ’ όλη
την αντίληψη περί ιεραρχημένης πολιτικής κοινωνίας και την απουσία
κρατικής κυριαρχίας, συμπεριφέρονταν γενικώς όπως τα κράτη του σήμερα,
σε ένα περιβάλλον de facto αναρχικό, ακολουθώντας τις αρχές της
ισορροπίας δυνάμεων, του διλήμματος ασφαλείας και της συγκρούσεως ως του
βασικού χαρακτηριστικού της εξωτερικής πολιτικής.  Η επίκληση της
πίστεως και των ιδανικών της Χριστιανοσύνης ήταν καθαρά ρητορική, ενώ η
τελική αποτυχία των Σταυροφοριών παρατίθεται ως απόδειξη αυτού:  η
Outremer (τα υπερπόντια φραγκικά εδάφη της Μέσης Ανατολής) χάθηκε διότι
οι Χριστιανοί δεν μπόρεσαν να βάλουν το όραμα τους και τα συμφέροντα της
res publica Christiana πάνω από αυτά της φατρίας ή του βασιλείου τους.

Τα
επόμενα χρόνια επιχειρήθηκε η ανάλυση των Σταυροφοριών από την οπτική
του ιστορικού υλισμού.  Διεθνολόγοι όπως ο Benno Teschke (2003)
παρουσίασαν τους πολέμους αυτούς ως διέξοδο για τα υλικά προβλήματα των
δύο κυριάρχων τάξεων της δυτικής Ευρώπης, των φεουδαρχών και του
κλήρου.  Οι διαρκείς διαμάχες των ιπποτών και των ηγεμονίσκων
προκαλούσαν καταστροφές στην περιουσία και το ποίμνιο της Εκκλησίας,
συνεπώς πρώτα μέσα από το κίνημα της «Ειρήνης του Θεού» και ύστερα από
τις Σταυροφορίες, ο κλήρος έθεσε υπό έλεγχο αυτήν την άλογη βία και την
εξέτρεψε μακριά από τα εδάφη του, προς ανακούφιση της δικής του
περιουσίας αλλά και για την επέκταση της στο εξωτερικό.  Από την άλλη,
οι Σταυροφορίες έδιναν διέξοδο σε στρώματα χαμηλοβάθμων φεουδαρχών, οι
οποίοι δεν είχαν δική τους γη ή οικογένειες, συνεπώς η Μέση Ανατολή
προσέφερε την ευκαιρία οικονομικής αποκαταστάσεως.  Παρ’ ότι η Εκκλησία
όντως κατέβαλε σημαντικές προσπάθειες για την τιθάσευση και διοχέτευση
της πολεμικής ορμής των ιπποτών, ενώ το σταυροφορικό κίνημα σίγουρα
προσέλκυσε ιδιοτελείς τυχοδιώκτες, η ερμηνεία αυτή έχει δεχθεί κριτική
ως απλουστευτική και ιστορικά ανακριβής, καθώς δεν υπάρχουν ενδείξεις
για μεγάλη δημογραφική πίεση στην δυτική Ευρώπη της εποχής.

Σε
μία εποχή πριν την εκκοσμίκευση και την απομάγευση της δημοσίας σφαίρας
και της κοινωνίας γενικότερα, σε έναν πολιτισμό όπου κυριαρχούσε το
μεταφυσικό-υπερβατικό στοιχείο και δύο από τις υψηλότερες αρετές ήταν η
τιμή και η ανδρεία, η προσέγγιση των Σταυροφοριών καθαρά υπό το πρίσμα
του υλικού ή πολιτικού συμφέροντος αποτυγχάνει να συλλάβει πολλές πτυχές
του.  Ο φρενήρης ενθουσιασμός, η ανάληψη εκ μέρους φεουδαρχών και
βασιλέων τεραστίων εξόδων και μεγάλων κινδύνων για να εκστρατεύσουν στην
άλλη άκρη του τότε γνωστού κόσμου αφήνοντας τα εδάφη τους ευάλωτα, οι
μαρτυρίες για το πώς το θρησκευτικό κήρυγμα συγκινούσε βαθιά όχι μόνο
τους απλούς πιστούς αλλά και την εξουσία, όλα είναι συμπεριφορές που
αψηφούν την ορθολογική συμπεριφορά που υποτίθεται ακολουθούν οι διεθνείς
δρώντες.  Για τον άνθρωπο του Μεσαίωνα έννοιες όπως η Βασιλεία του
Θεού, η Ύστατη Κρίση, η δύναμη της μετανοίας και του προσκυνήματος ήταν
άμεσες, σχεδόν απτές, κεντρικές και αυτονόητες για την προσωπική και
δημόσια ζωή, σε βαθμό δύσκολα κατανοητό ακόμη και για έναν σύγχρονο
πιστό.  Τη διάσταση αυτή καλύπτουν κονστρουκτιβιστικές θεωρίες (Tal
Dingott Alkopher 2006, Andrew Latham 2011), που δίνουν μεγάλη σημασία
στις συλλογικές νοοτροπίες (mentalite collective) της εποχής, οι οποίες,
ανεξαρτήτως του πως δημιουργήθηκαν, πλέον είχαν αυτονομηθεί από τους
δημιουργούς τους, επηρεάζοντας την πραγματικότητα ως «ζωντανοί
οργανισμοί».  Για την κατανόηση των Σταυροφοριών χρειάζεται γνώση
θεολογικών ζητημάτων όπως η αμαρτία, η μετάνοια, ο δίκαιος και ιερός
πόλεμος, η θέση της Εκκλησίας στον κόσμο.  Η προβολή των συγχρόνων
κρατοκεντρικών χαρακτηριστικών του συστήματος στο παρελθόν αδυνατεί να
συλλάβει το πνεύμα μίας εποχής, όπου ο πόλεμος ήταν επί της αρχής
υπόθεση της Εκκλησίας (δεύτερο ξίφος) και ο Θεός αντιπάλευε το Διάβολο
κατά κυριολεξίαν.  Η αναμόρφωση της δυτικής Εκκλησίας μετά το Γρηγόριο
Ζ’ σε κυρίαρχο πολιτικό μηχανισμό (σε συνδυασμό με την πνευματική
αναγέννηση που ακολούθησε) οδήγησε στην γέννηση της κοινωνικής
κατασκευής των Σταυροφοριών, η οποία μετέτρεψε τη στρατιωτική
αριστοκρατία σε militia Christi.  Από εκεί δημιουργήθηκαν μόνιμοι
μηχανισμοί εξαπόλυσης Σταυροφοριών, μία παράδοση που νομιμοποιούσε τις
ενέργειες αυτές, όπως και νέοι πολιτικοί και στρατιωτικοί θεσμοί
(Σταυροφορικά Κράτη, ιπποτικά μοναστικά τάγματα).

*φοιτητής διεθνών, ευρωπαϊκών και περιφερειακών σπουδών (mnovakopoulos.blogspot.gr)

ΜΑΡΙΟΣ ΝΟΒΑΚΟΠΟΥΛΟΣ: Η Ρωμαϊκή μεταμόρφωση από την Αρχαιότητα στο Μεσαί...

ΜΑΡΙΟΣ ΝΟΒΑΚΟΠΟΥΛΟΣ: Η Ρωμαϊκή μεταμόρφωση από την Αρχαιότητα στο Μεσαί...:

Γράφει ο Μάριος Νοβακόπουλος*

Μεσαίωνας και η ιδέα της αυτοκρατορίας

Την
Αρχαιότητα διαδέχεται ο λεγόμενος Μεσαίωνας, ο οποίος οριοθετείται
ενδεικτικά μεταξύ της πτώσεως της Δυτικής Ρωμαϊκής αυτοκρατορίας το 476
και της Ανατολικής το 1453.  Η μακρότατη αυτή εποχή θα αποτελέσει τον
καιρό τελικής διαμορφώσεως του Ευρωπαϊκού και Μεσανατολικού κόσμου με τη
σημερινή περίπου μορφή τους.  Ο κόσμος της αρχαιότητος είτε θα διαλυθεί
βιαίως είτε θα μετασχηματιστεί ριζικά από επείγουσες ανάγκες και
καινοφανείς ιδέες.  Η ενότητα της ελληνορωμαϊκής Μεσογείου θα διασπαστεί
από τις γερμανικές εισβολές στα βορειοδυτικά (5ος αι.) και την αραβική
εξάπλωση στα νότια (7ος αι.).  Η απώλεια της Ανατολής και Αφρικής
παράλληλα με τον εκχριστιανισμό και εκλατινισμό των νέων κοινωνιών της
Εσπερίας θα ταυτίσει εν πολλοίς τον κόσμο της Χριστιανοσύνης με τη
γεωγραφία της Γηραιάς Ηπείρου.  Εκεί θα δημιουργηθούν οι συνθήκες για
την ανάπτυξη της έννοιας της «Ευρώπης».



Η
είσοδος του Μεσαίωνα γίνεται με την κατάρρευση ενός συστήματος
οικουμενικής εξουσίας, της Ρωμαϊκής αυτοκρατορίας.  Η Ρώμη αξίωνε την
πολιτική κυριαρχία ολόκληρης της υφηλίου στο όνομα του Αυγούστου.  Το
imperium περιελάμβανε πλήθος λαών, θρησκειών και κοινωνικών συστημάτων,
στα οποία ευαγγελιζόταν την τάξη, την ασφάλεια και την ανάπτυξη υψηλού
υλικού και πνευματικού πολιτισμού, τα αγαθά της Ρωμαϊκής Ειρήνης (pax
romana).  Δεν υπήρχαν διακρίσεις καταγωγής, ιδίως μετά το διάταγμα του
Καρακάλλα το 212 μ.Χ. που απέδωσε σε όλους τους ελευθέρους υπηκόους την
ιδιότητα του Ρωμαίου πολίτη.  Η ενότητα διασφαλιζόταν από την υπακοή στο
ρωμαϊκό νόμο και τη λατρεία του θεοποιημένου αυτοκράτορος, που
υπερέβαινε την παραδοσιακή ανεξιθρησκία ως δήλωση νομιμοφροσύνης.  Η
άρνηση των χριστιανών να προβούν σε αυτήν την ιεροτελεστία ήταν βασική
αφορμή για τη δίωξη τους.

Η
αυτοκρατορία δεν ήταν απλώς ένα κράτος πολύ μεγάλης εκτάσεως.  Ήταν μία
ολοκληρωμένη τάξη πραγμάτων (ordo rerum) που λόγιζε εαυτόν ως έννοια
ταυτισμένη με τον πολιτισμό και την προηγμένη ανθρωπότητα.  Σε μία εποχή
που δεν υπήρχε η σύγχρονη έννοια του κράτους και της κυριαρχίας (θα
χρειαστούν οι ζυμώσεις πολλών αιώνων για να προκύψουν), το πρωτοφανές
της έκτασης, της ισχύος και της μακροβιότητας του Ρωμαϊκού κράτους έκανε
το αφήγημα αυτό εξαιρετικά πειστικό.  Η έννοια της κορυφαίας των εθνών
αυτοκρατορίας πήγαζε από τη Μέση Ανατολή, όπου μία σειρά λαών
οικοδόμησαν κράτη με αξιώσεις οικουμενικής παντοδυναμίας, με
προφανέστερο παράδειγμα την Περσία του «μεγάλου βασιλέως».  Αυτά τα
πρότυπα επηρέασαν έντονα την πολιτική των ελληνιστικών βασιλείων, τα
οποία παρ’ ότι με ρίζες στη μακεδονική φυλετική μοναρχία υιοθέτησαν
πολλά ανατολικά στοιχεία.  Η Ρώμη απομακρύνθηκε τις τελευταίες προ
Χριστού δεκαετίες από το σύστημα της πολιτείας (res publica) και της
μεικτής αριστοκρατικής-δημοκρατικής διακυβερνήσεως προς μία
συγκεκαλυμμένη μοναρχία, όταν ο Οκταβιανός Αύγουστος συγκέντρωσε όλους
τους πολιτειακούς τίτλους στο πρόσωπο του και κυβέρνησε ως «πρώτος
πολίτης» (princeps, 27 π.Χ.).  Αυτό το καθεστώς (principatus)
διατηρήθηκε ως τα τέλη του 3ου αιώνος οπότε ο Διοκλητιανός, στα πλαίσια
μεγάλων μεταρρυθμίσεων, αύξησε τις αυτοκρατορικές εξουσίες και εισήγαγε
ανατολικά-περσικά στοιχεία στο τελετουργικό και την απεικόνιση του
μονάρχη, ο οποίο από πρώτος πολίτης μετατράπηκε σε απόλυτο κύριο της
πολιτείας (dominus-dominatus, 284 μ.Χ.).

Όπως
αναφέρθηκε παραπάνω ο Χριστιανισμός αμφισβήτησε τη ρωμαϊκή εξουσία και
το δικαίωμα της να επιβάλει τη θρησκευτική λατρεία του αυτοκράτορα.  Οι
απηνείς διωγμοί έλαβαν τέλος μετά το διάταγμα των Μεδιολάνων το 313
(Κωνσταντίνος ο Μέγας, Λικίνιος), ενώ το 380 ο ορθόδοξος χριστιανισμός
έγινε επίσημη θρησκεία από το Θεοδόσιο Α’.  Οι χριστιανοί εναγκαλίζονται
το καθεστώς που μέχρι πρότινος τους κατέτρεχε.  Άλλωστε η έννοια της
οικουμενικής αυτοκρατορίας στη χριστιανική σκέψη ήταν πολύ αρχαιότερη. 
Σε αρκετά βιβλία της Γραφής, όπως η Αποκάλυψη του Ιωάννου και το βιβλίο
του Προφήτου Δανιήλ, η αντίληψη της ιστορίας συνίσταται σε έναν κύκλο
αυτοκρατοριών, όπου τελευταία φερόταν να είναι η Ρωμαϊκή.  Μετά την
πτώση αυτής δεν αναμενόταν απλώς η μεταβολή της πολιτικής καταστάσεως
αλλά η Ημέρα της Κρίσεως.

Το τέλος της αρχαιότητος και ο νέος κόσμος

Τον
3ο και 4ο αιώνα η Ρωμαϊκή αυτοκρατορία πέρασε μεγάλες κρίσεις, ως
αποτέλεσμα πολιτικής αστάθειας, οικονομικής υφέσεως και ξένων εισβολών. 
Ο Διοκλητιανός επιχείρησε να αντιμετωπίσει τις πολλαπλές απειλές
διαιρώντας την αυτοκρατορία σε τμήματα, στο καθένα εκ των οποίων ένας
ξεχωριστός κυβερνήτης (Αύγουστος ή Καίσαρας) θα αναλάμβανε την άμυνα
κατά των βαρβάρων και την τοπική διοίκηση.  Το σύστημα της Τετραρχίας,
όπως ονομάστηκε, δεν διήρκεσε για πολύ, καθώς μετά την απόσυρση του
ιδίου του Διοκλητιανού οι διάδοχοι του ενεπλάκησαν σε μία σειρά εμφυλίων
πολέμων.  Νικητής σε αυτές τις συγκρούσεις αναδείχθηκε ο Μέγας
Κωνσταντίνος, ενώνοντας ξανά την αυτοκρατορία υπό μία εξουσία.  Όμως
αυτό δεν άλλαζε τη διαπίστωση πως η αυτοκρατορία ήταν πολύ μεγάλη για να
κυβερνηθεί ενιαία, ιδίως υπό το φως νέων προκλήσεων όπως οι
μεταναστεύσεις γερμανικών φύλων στο βορρά και η περσική επιθετικότητα
στην ανατολή.  Ο Κωνσταντίνος έκρινε πως η Ρώμη ήταν ακατάλληλη για
πρωτεύουσα και έτσι ίδρυσε μία νέα πόλη, η οποία θα ελάμβανε το όνομα
του, στην τοποθεσία του αρχαίου Βυζαντίου.  Τις επόμενες δεκαετίες η
αυτοκρατορία θα διαιρεθεί και θα επανενωθεί ξανά.  Το έτος ορόσημο όμως
για το μέλλον του ρωμαϊκού imperium ήταν το 395.  Πεθαίνοντας, ο
αυτοκράτορας Θεοδόσιος διαίρεσε το κράτος σου σε δύο τμήματα,
παραδίδοντας ένα σε κάθε υιό του.  Η ανατολή με κέντρο τη Νέα
Ρώμη-Κωνσταντινούπολη πέρασε στον Αρκάδιο ενώ η δύση με έδρα τη Ρώμη
(αργότερα τη Ραβέννα) στον Ονώριο.

Τα
δύο τμήματα, παρ’ ότι συνυπήρχαν ως ρωμαϊκές επαρχίες επί αιώνες, είχαν
μεγάλες διαφορές.  Η Ανατολική αυτοκρατορία ήταν πιο εύρωστη
οικονομικά, με μεγάλες πόλεις, κέντρα μαθήσεως και εμπορίου (Αντιόχεια,
Αλεξάνδρεια κ.α.).  Εκεί επικρατούσε η ελληνική γλώσσα και πολιτισμός,
ενώ η διείσδυση του Χριστιανισμού ήταν εντονότερη:  στα εδάφη της είχαν
λάβει και θα ελάμβαναν χώρα όλες οι Οικουμενικές Σύνοδοι, ανθούσε ο
μοναχισμός και είχαν δράσει οι περισσότεροι και επιφανέστεροι Πατέρες
της Εκκλησίας.  Η Δυτική από την άλλη ήταν λιγότερο ανεπτυγμένη, με
δευτερεύοντα αστικά κέντρα και με νεαρές και πιο σποραδικές ακόμη
χριστιανικές κοινότητες.  Κοινή γλώσσα ήταν η λατινική, κληρονομιά των
αρχαίων κατακτήσεων.

Και
οι δύο αυτοκρατορίες βρέθηκαν στη δίνη των βαρβαρικών εισβολών.  Είτε
ειρηνικά είτε διά της βίας πληθώρα λαών εισχώρησαν στην αυτοκρατορική
επικράτεια.  Η δημογραφική αλλαγή, η διείσδυση τους στο ρωμαϊκό
στράτευμα, η αδυναμία αφομοιώσεως και η ουσιαστική απώλεια ελέγχου όλο
και περισσοτέρων επαρχιών οδήγησε στην κατάρρευση της Δυτικής Ρωμαϊκής
αυτοκρατορίας μέσα σε λιγότερο από έναν αιώνα.  Συντετριμμένο από τις
επιδρομές των Ούννων και ακρωτηριασμένο από τα γερμανικά φύλα που μέσα
στα εδάφη του σχημάτιζαν ανεξάρτητα βασίλεια, το δυτικό μισό του
imperium έσβησε το 476, αφού πρώτα είδε την πρωτεύουσα του Ρώμη να
λεηλατείται (410).  Πλέον στα ερείπια της Ρωμαϊκής Ειρήνης σχηματίζεται ο
νέος κόσμος των Γερμανών:  οι Αγγλοσάξονες στη Βρετανία, οι Φράγκοι και
οι Βουργούνδιοι στη Γαλατία, οι Οστρογότθοι στην Ιταλία και οι
Βησιγότθοι στην Ισπανία.  Αντιθέτως η Ανατολική Ρωμαϊκή αυτοκρατορία
αντιμετώπισε πιο επιτυχημένα τις εισβολές.  Με τα τείχη της
Κωνσταντινουπόλεως να αποτελούν την ακαταμάχητη γραμμή εσχάτου αμύνης,
οι Ανατολικοί μπόρεσαν να αποκρούσουν τις βαρβαρικές εισβολές ή με
διπλωματικά μέσα να τις εκτρέψουν προς δυσμάς.  Η εισχώρηση Γότθων στη
διοίκηση και το στρατό υπήρξε περιορισμένη και όταν απείλησε να γίνει
επικίνδυνη κατεπνίγη αιματηρά ύστερα από λαϊκή αντίδραση.  Έτσι μετά το
476 έμεινε μόνο μία Ρωμαϊκή αυτοκρατορία με μόνον έναν Αύγουστο. 

Ενώ
η εκχριστιανισμένη ελληνορωμαϊκή αρχαιότητα συνέχισε το βίο της μέσα
στη βασιλεία της Κωνσταντινουπόλεως, που θα γίνει γνωστή ως Βυζάντιο,
ένας νέο κόσμος γεννιόταν στη Δύση.  Μέσα από το χάος του πρωίμου
Μεσαίωνος θα αναδυθεί μία νέα τάξη και ένας καινούριος πολιτισμός.

Από τους βαρβάρους στον Καρλομάγνο

Τα
νέα κράτη της δυτικής Ευρώπης είχαν προκύψει μεν από την κατάλυση της
ρωμαϊκής εξουσίας, όμως αντιλαμβάνονταν εαυτούς ως μετόχους της.  Ο
ρωμαϊκός κόσμος είχε μόλις σβήσει και η αίγλη του ήταν ακόμη ισχυρή. 
Μέσα στις νέες γερμανικές γλώσσες και τα φυλετικά νομικά συστήματα
διασώθηκε η λατινική ως γλώσσα της διοικήσεως και των γραμμάτων και το
ρωμαϊκό δίκαιο για να ρυθμίζει τις ανάγκες της διακυβερνήσεως.  Με έδρα
τη Ρώμη η Δυτική Εκκλησία εξαπλωνόταν, εκτοπίζοντας τον παγανισμό και
τις αιρέσεις.  Τα μοναστήρια έγιναν κυψέλες μορφώσεως, ενώ επίσκοποι
αναλάμβαναν τη δημόσια διοίκηση και κοινωνική πρόνοια.  Επισήμως τα
γερμανικά βασίλεια υφίσταντο την προϊστασία του αυτοκράτορος της
Κωνσταντινουπόλεως.  Εκείνος τους έχριε «αντιβασιλείς», ενώ εκείνοι
εξέδιδαν νόμους εξ ονόματος του και έκοβαν νομίσματα με τη μορφή του. 
Ήταν η πρώτη μορφή του Βυζαντινού συστήματος:  αφού η αυτοκρατορία δεν
ήλεγχε άμεσα τις δυτικές επαρχίες, δημιουργήθηκε ένα δίκτυο όπου ασκούσε
τυπική επικυριαρχία.

Αυτό
το καθεστώς που έδινε στο Βυζάντιο τον τελευταίο λόγο για τα
τεκταινόμενα των βαρβαρικών βασιλείων θα εκμεταλλευτεί ο Ιουστινιανός
(527-565), τελευταίος λατινόφωνος αυτοκράτορας της Ανατολής.  Το μεγάλο
του όραμα για αποκατάσταση (renovatio) της δυτικής αυτοκρατορίας τέθηκε
σε εφαρμογή χρησιμοποιώντας αφορμές προερχόμενες από δυναστικές διαμάχες
στα γερμανικά κράτη.  Μέσα σε μία εικοσαετία οι βυζαντινοί στρατοί και
στόλοι διέλυσαν τα κράτη των Οστρογότθων στην Ιταλία και των Βανδάλων
στην Αφρική, ενώ απέκοψαν τη νότιο Ισπανία από το βησιγοτθικό έλεγχο. 
Το νέο καθεστώς όμως αποδείχθηκε εύθραυστο.

Στο
σημείο αυτό εισέρχεται η Εκκλησία της Ρώμης με τον επίσκοπο της, τον
πάπα.  Η παποσύνη είχε ήδη από την εποχή των πρώτων συνόδων αναγνωριστεί
ως η κορυφαία εκκλησιαστική αρχή της Χριστιανοσύνης, χωρίς όμως να έχει
«μοναρχικές» εξουσίες:  τη διακυβέρνηση της Εκκλησίας ασκούσε η
Πενταρχία των Πατριαρχείων (Ρώμη, Κωνσταντινούπολη, Αλεξάνδρεια,
Αντιόχεια, Ιερουσαλήμ).  Στη δύση όμως είχε την απόλυτη δικαιοδοσία και
καθώς η αυτοκρατορία βρισκόταν μακριά, ο πάπας έπρεπε να δρα
αυτοβούλως.  Καθώς ο χριστιανισμός διαδιδόταν και η επιρροή της
Εκκλησίας στις βαρβαρικές κοινωνίες εδραιωνόταν, η παποσύνη έγινε η
βασική ενοποιούσα αρχή της δυτικής Ευρώπης, πρώτα πνευματικά και ύστερα
πολιτικά.  Με την ανάκτηση του Ιουστινιανού η Εκκλησία της Ρώμης βρέθηκε
ξανά υπό άμεση αυτοκρατορική κυριαρχία.  Εκείνη την περίοδο ελληνόφωνα
και ελληνογενή στοιχεία κυριαρχούσαν στο θρόνο του Αγίου Πέτρου.

Προς
τα τέλη του 6ου αιώνος το βυζαντινό καθεστώς στην Ιταλία άρχισε να
αποδυναμώνεται.  Η κακοδιοίκηση οδήγησε στην αποξένωση του πληθυσμού και
την πτώση μεγάλων τμημάτων της χώρας στη φυλή των Λογγοβάρδων.  Τον 7ο
αιώνα η κατάσταση επιδεινώθηκε, καθώς σφυροκοπούμενο από τη Σασσανιδική
Περσία αρχικά και το Ισλαμικό Χαλιφάτο αργότερα το Βυζάντιο δεν μπορούσε
να μεριμνήσει για την άμυνα των δυτικών κτήσεων.  Ακόμη χειρότερα, το
726 ο αυτοκράτορας Λέων Γ’ Ίσαυρος εγκαινίασε την εικονομαχική του
πολιτική δημιουργώντας πάθη και ρήγματα στην Εκκλησία.  Ο πάπας
Γρηγόριος Β’ αναθεμάτισε τον αυτοκράτορα, ενώ τα στρατεύματα της Ιταλίας
και της νοτίου Ελλάδος εξεγέρθηκαν και προσπάθησαν να ανατρέψουν τον
Λέοντα.  Μετά την καταναυμάχηση όμως του στόλου τον ορθοδόξων (727) η
στάση κατεπνίγη.  Ο πάπας Γρηγόριος Γ’ (ο τελευταίος που για την εκλογή
του ζητήθηκε η έγκριση βυζαντινού διοικητού) επανέλαβε τον αφορισμό του
Λέοντος, και εκείνος ως αντίποινα απέσπασε την εξαρχία του Ιλλυρικού
(Ελλάδα και Δυτικά Βαλκάνια) και τη Νότιο Ιταλία από τη Ρώμη και την
έθεσε υπό τη δικαιοδοσία του πατριάρχου Κωνσταντινουπόλεως (740).

Το
752 ο πάπας Στέφανος Β’, απελπισμένος από την προέλαση των Λογγοβάρδων
και την οριστική κατάρρευση της βυζαντινής διοίκησης στην Ιταλία, πέρασε
τις Άλπεις και πήγε στη Γαλατία, όπου ικέτευσε τον Πεπίνο το Βραχύ,
βασιλέα των Φράγκων (το μόνο ισχυρό δυτικό βασίλειο υπό την πνευματική
επιρροή της Ρώμης) να σπεύσει προς βοήθεια του.  Έδωσε μάλιστα σε αυτόν
και τους γιους του τον τίτλο του «πατρικίου των Ρωμαίων».  Ο Πεπίνος
εξεστράτευσε στην Ιταλία και συνέτριψε τους Λογγοβάρδους.  Τα εδάφη που
ανακατέλαβε στην κεντρική Ιταλία τα παρέδωσε στον πάπα να τα κυβερνά ο
ίδιος.  Αυτή η απόσπαση πρώην βυζαντινών κτήσεων για τη δημιουργία του
πρώτου παπικού κράτους και η αναβάθμιση του επισκόπου Ρώμης από ιεράρχη
σε κοσμικό κυβερνήτη υπήρξαν κομβικά σημεία για την άνοδο του γοήτρου
και της πολιτικής ισχύος του.  Ο διάδοχος του Πεπίνου Καρλομάγνος
κατατρόπωσε οριστικά τους Λογγοβάρδους και τα Χριστούγεννα του 800
στέφθηκε Ρωμαίος αυτοκράτορας, με τη δικαιολογία πως στον ανατολικό
θρόνο βρισκόταν μία γυναίκα (Ειρήνη η Αθηναία).

Η
στέψη του Καρλομάγνου υπήρξε η στιγμή γέννησης του δυτικού συστήματος,
καθώς ο φιλόδοξος μονάρχης θέλησε να αναστηλώσει την παλαιά αυτοκρατορία
σε νέα μορφή, έναν κόσμο με ρωμαϊκή βάση, χριστιανική πίστη και
φραγκική πολιτική εξουσία.  Η ιστορία βρέθηκε ενώπιον «δύο εναλλακτικών
ειδών σχέσεων αυτοκρατορίας και Εκκλησίας, με δύο αυτοκρατορικές γραμμές
καταγωγής από τη Ρώμη».  Βλέποντας αυτό ως σφετερισμό του ρωμαϊκού
ονόματος και του αυτοκρατορικού τίτλου αλλά και ως υπέρβαση καθηκόντων
από πλευράς του πάπα, το Βυζάντιο αντέδρασε με οργή.  Η σύγκρουση
εκφράστηκε ως στρατιωτικός ανταγωνισμός στη Βενετία, τις δαλματικές
ακτές και την κάτω Ιταλία (ακόμη υπό βυζαντινό έλεγχο).  Το 812 θα
βρεθεί κάποιος συμβιβασμός, με τον Μιχαήλ Α’ να αναγνωρίζει στον
Καρλομάγνο τον τίτλο του αυτοκράτορος (imperator), αλλά όχι των Ρωμαίων
και με δικαιοδοσία μόνο στη Δύση.  Βέβαια, η ύπαρξη δύο χριστιανικών
αυτοκρατοριών-κοσμοκρατοριών (και δη ρωμαϊκών)  αποτελεί οντολογική
ανωμαλία:  για αυτό άλλωστε αυτή η αναγνώριση ποτέ δεν έγινε πραγματικά
παραδεκτή από τη βυζαντινή εξουσία και κοινωνία.  Διεκδικώντας την ίδια
κληρονομιά και την ίδια ταυτότητα, οι δύο κόσμοι θα βρίσκονταν έκτοτε σε
μόνιμη κατάσταση καχυποψίας.  Την ίδια περίοδο διεφάνησαν και οι πρώτες
θεολογικές διαφωνίες, που θα εκτεθούν στο κύριο μέρος του πονήματος.

Μετά
τον Καρλομάγνο η αυτοκρατορία του διασπάστηκε και παρήκμασε, ο δε
ρωμαϊκός τίτλος έπεσε σε αχρηστία μετά το 924.  Αντιστρόφως εκείνη
περίοδος συνέπεσε με τη μεγάλη ανάκαμψη του Βυζαντίου, την αντεπίθεση
κατά των Αράβων και τη μεγάλη ακμή της Μακεδονικής δυναστείας.  Το 962 ο
Όθων ο Μέγας απέκρουσε τις εισβολές των Μαγυάρων (Ούγγρων) και ένωσε
ξανά το ανατολικό τμήμα της αυτοκρατορίας (Γερμανία-Ιταλία) υπό μία
ενιαία αρχή, στεφόμενος από τον πάπα ηγεμόνας της «Αγίας Ρωμαϊκής
αυτοκρατορίας».  Η νέα δύναμη επιδίωξε να έρθει σε συνεννόηση με το
Βυζάντιο, την ίδια όμως στιγμή που εισέβαλε στα ιταλικά του εδάφη.  Ο
αυτοκράτορας Νικηφόρος Β’ Φωκάς επεφύλαξε σκληρή υποδοχή στον
απεσταλμένο του Όθωνος Λιουτπράνδο και οι διαπραγματεύσεις ναυάγησαν,
καθώς οι Γερμανοί δεν τον αναγνώριζαν παρά ως «imperator Graecorum»,
αυτοκράτορα των Ελλήνων.  Επί του διαδόχου του Ιωάννη Α’ Τσιμισκή
επετεύχθη συμβιβασμός όσον αφορά τους αυτοκρατορικούς τίτλους αλλά και
την κατανομή των σφαιρών επιρροής στην Ιταλία.  Στο διάστημα μέχρι το
σχίσμα οι σχέσεις των δύο αυτοκρατοριών θα περάσουν σε δεύτερο επίπεδο,
ενώ το Βυζάντιο ανέρχεται στο αποκορύφωμα της ισχύος του, την οποία θα
διαδεχθεί η αργή φθορά (μέσα 11ου αιώνος).

*φοιτηής διεθνών, ευρωπαϊκών και περιφερειακών σπουδών (mnovakopoulos.blogspot.gr)