"Είμαστε ένας λαός με παλικαρίσια ψυχή, που κράτησε τα βαθιά κοιτάσματα της μνήμης του σε καιρούς ακμής και σε αιώνες διωγμών και άδειων λόγων. Τώρα που ο τριγυρινός μας κόσμος μοιάζει να θέλει να μας κάνει τρόφιμους ενός οικουμενικού πανδοχείου, θα την απαρνηθούμε άραγε αυτή τη μνήμη; Θα το παραδεχτούμε τάχα να γίνουμε απόκληροι"

Γιώργος Σεφέρης

Παρασκευή 3 Ιουνίου 2016

Βυζαντινή Αυτοκρατορία -ή Βυζαντινή Πολιτεία;

Του Brian Patrick Mitchell*,

(Μετάφραση: Νίκος Παππάς, Φοιτητής Πολ. Επιστήμης και Ιστορίας στο Πάντειο Πανεπιστήμιο)



Σχετικά με το βιβλίο «The Byzantine Republic: People and Power in New Rome», Αντώνης Καλδέλλης, Harvard University Press

Τα διδακτικά βιβλία λένε ότι η Βυζαντινή Αυτοκρατορία ήταν μια θεοκρατική απολυταρχία ενώνοντας εκκλησία και κράτος κάτω από έναν παντοδύναμο αυτοκράτορα, ο οποίος θεωρούταν από τους Βυζαντινούς ο αντιβασιλέας και ο εφημέριος του Θεού. Δεν βγάζει νόημα αυτό, λέει ο Αντώνης Καλδέλλης, καθηγητής κλασικής φιλολογίας στο πανεπιστήμιο του Οχάιο. Η Βυζαντινή Αυτοκρατορία ήταν η συνέχεια της Ρωμαϊκής Αυτοκρατορίας, ακόμη και της Ρωμαϊκής Πολιτείας (Republic). Η πολιτική της ιδεολογία ήταν θεμελιωδώς κοσμική και στηριζόταν στην αρχαία Ρωμαϊκή ρεπουμπλικανική πεποίθηση ότι η κυβέρνηση υπάρχει για να εξυπηρετεί το κοινό καλό. Οι άνθρωποί της δεν είχαν πλέον έννομο ρόλο στην εκλογή των ηγετών ή των νομοθετών, αλλά συχνά έπαιζαν έξω-νομικό ρόλο στην εκλογή ή καθαίρεση Αυτοκρατόρων, των οποίων η νομιμότητα εξαρτιότανε από την δημοτικότητά του, κι όχι στην απαίτηση μιας Θείας ή συνταγματικής ορθότητας. Ως εκ τούτου, οι Αυτοκράτορες κυβερνούσαν με ρεαλισμό κι όχι με φανατισμό, συχνά απογοητεύοντας την εκκλησία και ευχαριστώντας τους ανθρώπους.


Αυτό είναι κάτι καινούριο για τους Ορθόδοξους Χριστιανούς, οι οποίοι κουβαλούσαν την κατηγορία της Βυζαντινής θεοκρατίας περισσότερο από τους Δυτικούς Χριστιανούς, οι οποίοι κουβαλούσαν τις κατηγορίες των Σταυροφοριών και της Ιεράς εξετάσεως. Αλλά η «Βυζαντινή Πολιτεία» του Κύριου Καλδέλλη παρέχει χρήσιμες κριτικές στην μοντέρνα Δυτική πολιτική σκέψη, καθώς και δυσοίωνες, μέσω της ιδέας του για τον προοδευτικό δημοκρατικό τρόπο σκέψεως και που αυτός θα μας οδηγήσει.

Το βιβλίο του είναι μια ειλικρινώς ρεβιζιονιστική επίθεση στον τομέα των Βυζαντινών σπουδών, οι οποίες έχουν διαιωνίσει τις πανάρχαιες Δυτικές προκαταλήψεις σε αντίθεση με την ιστορική καταγραφή. Ο Καθηγητής Καλδέλλης στοχεύει κυρίως σε ακαδημαϊκούς της δεκαετίας του 1930 και των μιμητών τους, αλλά οι ρίζες της προκαταλήψεως πάνε πιο πίσω με την αντί-Ορθόδοξη προπαγάνδα στον Μεσαίωνα. Οι Ορθόδοξοι Βυζαντινοί αρνήθηκαν να αναγνωρίσουν την υπεροχή του Πάπα της Ρώμης επί όλων των πραγμάτων (ιερών και κοσμικών), και επέτρεψαν στον Αυτοκράτορά τους να έχει πολλή περισσότερη εξουσία πάνω στην εκκλησία απ’ ότι οι Παπικοί υποστηρικτές μπορούσαν να ανεχτούν. Αργότερα, κατά την διάρκεια του Διαφωτισμού, όταν η Δύση κινήθηκε με στόχο να αποκλείσει την Εκκλησία από την πολιτική, πιστευόταν ότι οι Βυζαντινοί είχαν καθυστερήσει, και θεωρούνταν το χαρακτηριστικό παράδειγμα του «Καισαροπαπισμού», λόγω της εσφαλμένης πεποιθήσεως ότι ο Βυζαντινός Αυτοκράτωρ κυβερνούσε ως Βασιλέας και Πάπας μαζί, χωρίς διαχωρισμό μεταξύ Εκκλησίας και κράτους.

Όσο η Δυτική πολιτική σκέψη εξελισσόταν, περισσότερα σφάλματα βρισκόντουσαν στο Βυζαντινό μοντέλο. Από την Αυτοκρατορία έλειπε ένα γραπτό Σύνταγμα με την απαρίθμηση των δικαιωμάτων, ο διαχωρισμός των εξουσιών, οι δημοκρατικές διαδικασίες, ή όποια άλλα ρητά όρια στην εξουσία του Αυτοκράτορος, ο οποίος φαίνεται να κυβερνάει ελέω Θεού ως απόλυτος μονάρχης. Μέχρι τότε, η αυτοκρατορία είχε παύσει να υπάρχει, οπότε οι Δυτικοί χωρίς την γνώση της Ελληνικής ή την πρόσβαση στα σχετικά έγγραφα δεν είχαν τρόπο να ελέγξουν την ιστορική πραγματικότητα ενάντια στις υποτιμητικές απόψεις του Edward Gibbon και άλλων, από τους οποίους οι Βυζαντινοί χρησιμοποιήθηκαν ως σημείο εκκινήσεως για την Φιλελεύθερη (Whig) ιστορική σχολή -ο αρχέγονος εφιάλτης του προληπτικού δεσποτισμού, εκ του οποίου ο Δυτικός κόσμος ξύπνησε και προέκυψε. Κάποιοι λόγιοι του 20ου αιώνα έχουν κάνει ορισμένες διορθώσεις στην συμβατική αφήγηση, αρνούμενοι την κατηγορία του «Καισαροπαπισμού» και γιορτάζοντας την Βυζαντινή τέχνη και πολιτισμό, αλλά κανείς δεν έχει πάει τόσο μακριά όσο ο Καθηγητής Καλδέλλης στην επιβεβαίωση της κοσμικής βάσεως της Βυζαντινής πολιτικής ή και στην επίδειξη της τυφλώσεως των Δυτικών ιστορικών, που κατανοούν την πολιτική μόνο σύμφωνα με τον τρόπο σκέψεως του Διαφωτισμού.

Διαβάζοντας Ρωμαϊκή ιστορία, αλλά όχι σωστά, οι πρώιμοι σύγχρονοι Δυτικοί στοχαστές χώρισαν τα πολιτεύματα σε δύο βασικές κατηγορίες: μοναρχίες και δημοκρατίες, ορίζοντας την τελευταία ως αυτοδιοικούμενο πολίτευμα χωρίς μονάρχη και αντιλαμβανόμενοι το πρώτο ως απόλυτο ή συνταγματικό. Όπως εξηγεί ο καθηγητής Καλδέλλης, οι Αρχαίοι Έλληνες και Ρωμαίοι έβλεπαν τα πράγματα διαφορετικά. Οι δύο βασικές τους κατηγορίες ήταν τα Βασίλεια και οι Κοινοπολιτείες (κοινότητες). Ένα Βασίλειο, από την εμπειρία τους, ήταν στην κατοχή του Βασιλέως ο οποίος μπορούσε να κυβερνήσει για την δική του ικανοποίηση. Μια Κοινοπολιτεία (κοινότητα) –Res Publica στα Λατινικά, Πολιτεία στα Ελληνικά- ήταν μια ανεξάρτητη πολιτεία η οποία κυβερνούταν ποικιλοτρόπως αλλά διοικούταν για το κοινό καλό. Οι Κοινοπολιτείες μπορούσαν να είναι μοναρχικές, αριστοκρατικές ή δημοκρατικές. Ο ίδιος ο Κικέρων το έλεγε αυτό, ενώ ακόμη θρηνούσε για την εξασθένηση της συγκλητικής εξουσίας.

Η συμβατική ιστορία, ότι η Ρωμαϊκή Πολιτεία τελείωσε όταν ο Οκταβιανός Αύγουστος έγινε Αυτοκράτορας είναι απλώς λάθος, λέει ο κύριος Καλδέλλης. Η Πολιτεία έζησε, έστω σε μια νέα φάση, στην Αυτοκρατορία, στην θέση της παλιότερης Υπατείας. Οι ιστορικοί καλούν την συνέχεια της Πολιτείας, τρίτη φάση της Δεσποτείας –κατά την οποία οι στρατιωτικοί αυτοκράτορες, κυβερνούσαν από στρατιωτική αναγκαιότητα αξιώνοντας να ονομαστούν για πρώτη φορά στην Ρωμαϊκή ιστορία ως Δεσπότες ή Κύριοι. Η τέταρτη, τέλος, και μεγαλύτερη φάση, ήταν η Βυζαντινή -που διαρκεί από τον 5ο έως τον 15ο αιώνα-, κατά την διάρκεια της οποίας οι αυτοκράτορες κυβέρνησαν ως πολίτες από την πόλη η οποία επισήμως ονομαζόταν Νέα Ρώμη, αλλά συνήθως την έλεγαν Κωνσταντινούπολη (Κωνσταντίνου η πόλη) και ιδρύθηκε αρχικά ως Βυζάντιο (Byzantium στα Λατινικά).

Όλοι μαζί, οι άνθρωποι της Αυτοκρατορίας αυτοαποκαλούνταν Ρωμαίοι. (Ο όρος Βυζαντινοί είναι νεότερη Δυτική εφεύρεση.) Και σε όλο το μήκος αυτοί οι Ρωμαίοι αναγνώριζαν την Αυτοκρατορία τους ως Πολιτεία, καθώς σε αντίθεση με τις άλλες Αυτοκρατορίες η δική τους δεσμευόταν για το κοινό καλό. Από την αρχή μέχρι το τέλος, οι «Βυζαντινοί»-Ρωμαίοι Αυτοκράτορες όφειλαν να δικαιολογούν τις πράξεις τους, κάνοντας επίκληση, όχι ελέω Θεού ή μέσω επίκλησης του Θείου νόμου, αλλά στο κοινό καλό. Και ο αδιαφιλονίκητος κριτής του κοινού καλού ήταν η Πολιτεία, η οποία περιλάμβανε τους πάντες –την αριστοκρατία, την διοίκηση, τον στρατό, τον κλήρο, και τις διάφορες κοινωνικές τάξεις των ανθρώπων: εμπόρους, βιοτέχνες, αγρότες κ.λπ.

Ο κάθε ένας από αυτούς μπορούσε να αμφισβητήσει το δικαίωμα του Αυτοκράτορα να κυβερνάει επί τη βάση της αποτυχίας του να εξυπηρετήσει το κοινό καλό. Οι Βυζαντινοί Αυτοκράτορες ζούσαν, επομένως, με τον φόβο των ανθρώπων και έκαναν τα πάντα για να κρατάνε τους πολίτες χαρούμενους, παρουσιάζοντας τους εαυτούς τους ως δημοσίους υπαλλήλους οι οποίοι εργάζονταν ακούραστα για κοινό συμφέρον.

Οι άνθρωποι δεν ζούσαν τόσο με τον φόβο των Αυτοκρατόρων, όμως. Ήταν συχνά ασεβείς και χωρίς πίστη στο πρόσωπό τους. Λεκτικά προσβάλλαν τον Αυτοκράτορα δημοσίως, ακόμη και εν παρουσία του, και αγνοώντας τους νέους νόμους που δεν τους άρεσαν. «Η Βυζαντινή ιστορία αφθονεί σε περιπτώσεις ανδρών και γυναικών που αρνήθηκαν να υπακούσουν στις εντολές του Αυτοκράτορα, τις περισσότερες φορές για θρησκευτικούς λόγους», γράφει ο Κος Καλδέλλης. Με μια μόνο εξαίρεση, οι λαϊκές εξεγέρσεις πετυχαίναν εξαναγκάζοντας Αυτοκράτορες να κάνουν παραχωρήσεις αλλιώς θα καθαιρούνταν. Η μόνη εξαίρεση στην χιλιόχρονη ιστορία της Αυτοκρατορίας ήταν η Στάση του Νίκα το 532 μ.Χ., όταν ο Ιουστινιανός ο Μέγας, μετά από παρότρυνση της Αυτοκράτειρας Θεοδώρας, έστειλε στρατιώτες οι οποίοι κατέσφαξαν και δολοφόνησαν τον κόσμο που είχε μαζευτεί στον Ιππόδρομο για να αναγορεύσει καινούριο Αυτοκράτορα. (Υπήρχαν προηγούμενες περιπτώσεις τέτοιας κτηνωδίας, αλλά σταμάτησαν μετά την Δεσποτεία του 3ου και του 4ου αιώνα.) 

Δυσκολότερο για τους μοντέρνους Δυτικούς είναι να εκτιμήσουν την σχέση/διαφορά μεταξύ των Αυτοκρατορικών Αρχών και των νόμων της Αυτοκρατορίας. Οι Ρωμαίοι όλων των ηλικιών ήταν υπερήφανοι για τον σεβασμό τους στον νόμο, ο οποίος συνδεόταν στενά με την πίστη τους στο κοινό καλό, και ήταν ένα από τα χαρακτηριστικά της Ρωμαιοσύνης/Ρωμηοσύνης (ότι πίστευαν περισσότερο από άλλα έθνη). Οι Αυτοκράτορες τους, επίσης, ήταν υποχρεωμένοι να σέβονται τους νόμους, όμως δεν υπήρχε νόμος που δεν μπορούσε να αλλάξει. Στα Δυτικά μάτια, αυτό έκανε τον αυτοκράτορα, όχι απλά δικτάτορα οπού ο λόγος του ήταν νόμος, αλλά έναν χωρίς όρια δικτάτορα –έναν απόλυτο μονάρχη.

Αυτή η κοινή Δυτική οπτική βασίζεται λιγότερο στο «Βυζάντιο» και περισσότερο στην «Νέα Απολυταρχία» της πρώιμης μοντέρνας Δύσεως, η οποία αναπτύχθηκε νωρίς από Δυτικούς πρίγκιπες οι οποίοι αξίωναν την «εθνική ανεξαρτησία» τους ενάντια στους ισχυρισμούς και τις απαιτήσεις του Πάπα. Με την Θρησκευτική Μεταρρύθμιση, αυτές οι ιδιόμορφες Δυτικές αξιώσεις για «εθνική ανεξαρτησία» έγιναν πιο επείγουσες και επιτακτικές, παράγοντας Καθολικές και Προτεσταντικές δικαιολογίες για την «ελέω Θεού Βασιλεία», σύμφωνα με τις οποίες ο Βασιλιάς, ως δεσπότης, δεν είναι υπόλογος παρά μόνον στον Θεό. Για τον Γάλλο Καθολικό Ζακ Μπενίν Μποσσυέ, ο βασιλέας ενσαρκώνει το κράτος: «Το κράτος είναι στο πρόσωπο του Πρίγκιπα», θα γράψει, ενώ ο Βασιλιάς της Γαλλίας Λουδοβίκος ΙΔ᾽ θα πει: «το κράτος είμαι εγώ».

Ενάντια στην «Νέα Απολυταρχία» ήρθαν ανταπαιτήσεις για υποβολή του Βασιλέως σε άλλους ηγεμόνες: το κοινό δίκαιο, φυσικό δίκαιο, Συντάγματα γραπτά ή άγραφα, η βούληση των ανθρώπων. Η συνεχής θρησκευτική και πολιτική διαμάχη οδήγησε τους Δυτικούς προς αντίθετους πόλους του πολιτικού ιδεαλισμού, φέρνοντας τον Μοναρχικό ιδεαλισμό του Θείου δικαίου ενάντια στην αντί-μοναρχική Πολιτεία που την συνέλαβαν με διάφορες μορφές. Τα επιχειρήματα υπέρ της τελευταίας σήμερα μας είναι πιο οικεία. Οι Εθνοπατέρες μας επωφελήθηκαν από όλα αυτά, χωρίς να λαμβάνουν υπόψιν τους τη συνοχή και χωρίς να έχει πραγματικά λυθεί το πρακτικό ή θεωρητικό πρόβλημα της περιορισμένης κυριαρχίας. Γιατί εάν οι άνθρωποι είναι πραγματικά κυρίαρχοι, τί είναι αυτό που θα μας προστατεύσει από την δημοκρατική απολυταρχία , αφού οι άνθρωποι αποφασίζουν τί νόμους θα κάνουν, τί δικαιώματα θα σεβαστούν, και ακόμη πώς να διαβάσουν-ερμηνεύσουν το Σύνταγμα; Ποιος είναι αυτός που θα πει στους ανθρώπους ότι κάνουν λάθος, και ποιος θα τους σταματήσει όταν αυτοί δεν ακούνε;

Οι Βυζαντινοί ποτέ δεν μπήκαν στον κόπο να κάνουν τέτοιου είδους ερωτήσεις γιατί ποτέ δεν χρειάστηκε. Η ανησυχία τους δεν ήταν η πηγή της κυβερνήσεως -κυριαρχίας-, αλλά, λέει ο Κος Καλδέλλης, ο σκοπός της κυβερνήσεως. Συνεπώς δεν ήταν απολυταρχικός ο Αυτοκράτωρ. Τον ήξεραν, ήταν ένας κοινός θνητός και ένας αμαρτωλός που λογοδοτούσε τόσο στον Θεό όσο και στην Πολιτεία. Δεν πίστευαν στην Θεία εξουσία («εξουσία ελέω Θεού»).

Πίστευαν ότι ο Θεός χειροτονούσε κυβερνώντες ως «εκδικητές για να εκτελέσουν την οργή εναντίον αυτών που πράττουν το κακό» (Ρωμ. 13:4), αλλά πίστευαν, επίσης, ότι ο Θεός συχνά καθαιρούσε κυβερνήτες για τους δικούς Του λόγους. Είχαν μπει στον πειρασμό πολλοί άνθρωποι να πιστέψουν στο βασιλικό αίμα, αλλά αυτό δεν τους εμπόδιζε να διώξουν ανίκανους Αυτοκράτορες που ήταν «γεννημένοι στα πορφυρά». Και αν οποιοσδήποτε Αυτοκράτορας δήλωνε ότι «το κράτος είμαι εγώ», όλοι θα τον θεωρούσαν τρελό κι ανόητο. 

Χωρίς μοναρχικές ιδέες, οι Βυζαντινοί ποτέ δεν χρειάστηκαν κάποιο αντί-μοναρχικό ιδανικό. Ποτέ δεν είχαν απολυταρχικά φυσικά δικαιώματα ή Ρωμαϊκούς νόμους ή ακόμη και απολυταρχικούς Ρωμαίους. Επίσης, ήταν απλά θνητοί και αμαρτωλοί, και αυτό που είχε μεγαλύτερη σημασία ήταν το καλό της Πολιτείας, όχι η βούληση των ανθρώπων. Βέβαια η θέλησή τους δεν ήταν η μόνη βούληση που είχε σημασία: υπήρχε το θέλημα του Θεού που εξεταζόταν, και ο Θεός γινόταν αντιληπτός συχνά ως αυτός που θα δώσει στους ανθρώπους όχι αυτό που ήθελαν αλλά αυτό που χρειάζονταν. Ασχολούταν με τους ανθρώπους, όχι σύμφωνα με τις σταθερές αρχές της δικαιοσύνης, αλλά με τρόπους που θα ήταν οι καλύτεροι για την σωτηρία της ψυχής τους. Ο Βυζαντινός όρος για αυτό ήταν η «οικονομία» (ενν. το Μυστήριο της Θείας Οικονομίας), και εξακολουθεί να είναι σημαντική πτυχή της Ορθόδοξης Χριστιανικής ποιμαντικής θεολογίας.

Η Βυζαντινή προσέγγιση στην πολιτική ήταν παρομοίως «οικονομική». Ο υπέρτατος νόμος ήταν η ασφάλεια της Κοινοπολιτείας. Οτιδήποτε άλλο ήταν προς συζήτησιν. Η Θεία εγγύηση του Αυτοκράτορος ως «εκδικητή του κακού» ήταν κατανοητή στην λογική ότι θα μείωνε το κακό, δεν θα το εξάλειφε. Επιτράπηκαν προσαρμογές για «την ανθρωπότητα, την κοινή λογική και την δημόσια ωφέλεια» με τα λόγια του Ιουστινιανού, με την αντίληψη ότι ορισμένα κακά δεν είναι εύκολο να εξαλειφθούν. Οι Χριστιανοί Αυτοκράτορες ήταν, επομένως, απρόθυμοι να απαγορεύσουν ορισμένα δεινά που καταδικάζονταν από την Εκκλησία αλλά ήταν δημοφιλή στους ανθρώπους όπως η δουλεία, η πορνεία, η πορνογραφία, και οι μονομαχίες.

♦  ♦  ♦

Ο Κος Καλδέλλης παραδέχεται ότι η Χριστιανική διδασκαλία υποστήριζε την Βυζαντινή Πολιτεία που στόχευε στο κοινό καλό, και ο ίδιος θεωρεί το Χριστιανικό Βυζάντιο πιο ρεπουμπλικανικό (κοινοτιστικό) από τις δύο προηγούμενές του φάσεις –του Υπατικού και του Δεσποτάτου. Αλλά στην προσπάθειά του να υποστηρίξει μια Βυζαντινή ιστορία αντίθετη στην συμβατική Θεοκρατική αντίληψη, ο ίδιος σφάλλει προς την αντίθετη κατεύθυνση προς μια ουσιαστικά κοσμική ανάγνωση. «Η Ρωμαϊκή Πολιτεία ήταν μόνο τυχαία Χριστιανική» γράφει, και το αποτέλεσμα ήταν μια θεμελιωδώς κοσμική μοναρχική Πολιτεία «μεταμφιεσμένη, για την ίδια και για τους άλλους, ως αυτοκρατορική Θεοκρατία». Οι Βυζαντινοί ήταν μπερδεμένοι, έμπαιναν σε αντικρουόμενους τρόπους σκέψεως και κινούνταν, ανάλογα με την κατάσταση, ανάμεσα στην κοσμική και την θρησκευτική σκέψη. Ο πραγματισμός τους και οι ρεπουμπλικάνοι ήταν και οι δύο προϊόντα της κοσμικής σκέψεως, σε αντίθεση με τον ιδεαλισμό και τον ιμπεριαλισμό του Χριστιανισμού.

Εδώ η εξάρτηση του Κύριου Καλδέλλη με τις σύγχρονες Δυτικές αντιλήψεις του Χριστιανισμού έρχονται σε επαφή με την ανάλυσή του. Γράφει, για παράδειγμα, ότι η κοσμική είναι μια θεμελιώδης κατηγορία της Χριστιανικής σκέψεως. Αυτό είναι αναμφισβήτητα πραγματικότητα του Δυτικού Χριστιανισμού, η οποία είναι επιρρεπής να διακρίνει κάθετα ανάμεσα σε κατηγορίες ιερού και βέβηλου, φυσικού και υπερφυσικού, κληρικών και λαϊκών, θρησκευόμενων και κοσμικών κληρικών, πνευματικού άρχοντος και παροδικού άρχοντος, η πόλη του Θεού και η πόλη του ανδρός. Αλλά προφανώς αυτή η αλήθεια δεν είναι της Ορθοδοξίας. Οι Ορθόδοξοι δεν έχουν ακριβές Θεολογικό ισοδύναμο του «κοσμικού» και πιστεύουν ότι οι Καθολικοί κάνουν πάρα πολλά από τις παραπάνω κατηγορίες.

Η χρήση του «κοσμικού» από τον Κύριο Καλδέλλη είναι ακόμη πιο μακριά από την Ορθόδοξη σκέψη. Φαίνεται να περιορίζει την Ορθόδοξη σκέψη στον στοχασμό σχετικά με την Ορθόδοξη θρησκεία, και σαν σε όλους τους άλλους στοχασμούς να μην είναι Χριστιανική και ως εκ τούτου «κοσμική». Έτσι, όταν αποδίδει μια Βυζαντινή πηγή την νίκη στην Θεϊκή παρέμβαση, σκέφτεται θρησκευτικά, ενώ όταν η ίδια πηγή αποδίδει την νίκη σε κάποιον ανώτερο στρατηγό σκέφτεται κοσμικά. Ο Κος Καλδέλλης, επομένως, δεν μπορεί να αντιληφθεί πώς οι Βυζαντινοί Χριστιανοί μπορούσαν να συμβιβάσουν την εναπόθεση ενός Αυτοκράτορος από τους ανθρώπους με την χειροτονία αυτού του Αυτοκράτορος από τον Θεό. Μπορεί μόνον να τους αντιληφθεί ως αντιφατικούς –και πιο σωστά, πιο κοσμικούς από Χριστιανούς.

Παραδόξως, ο Κύριος Καλδέλλης, θεωρεί τον Ζαν-Ζακ Ρουσσώ ως τον Δυτικό θεωρητικό που βρίσκεται πλησιέστερα στην Βυζαντινή παράδοση, επικαλούμενος αποσπάσματα από το Κοινωνικό συμβόλαιο που του ακούγεται κάπως Βυζαντινό. Ο Ρουσσώ ορίζει την Πολιτεία ως «οποιοδήποτε κράτος που κυβερνάται μέσω των νόμων, ανεξαρτήτως της μορφής της διοικήσεως». Αυτός εκχωρεί την κυριαρχία στον λαό και φτιάχνει κυβέρνηση. Και τονίζει την σημασία της ηθικής συναινέσεως και υποστηρίζει την ανάγκη για μια αστική θρησκεία. Όταν γράφει ότι οι σημαντικότεροι νόμοι δεν είναι αυτοί που είναι γραπτοί, αλλά αυτοί «που βρίσκονται στην καρδιά των πολιτών», ο Κύριος Καλδέλλης λέει, «ο Ρουσσώ αποκαλύπτεται ως κλασικός κι όχι ως σύγχρονος στοχαστής».

Αυτή μάλλον είναι μια επιφανειακή ανάγνωση του Ρουσσώ. Το Βυζάντιο ήταν μια αληθινή, ιστορική πραγματικότητα -συγκεκριμένοι άνθρωποι, με συγκεκριμένο παρελθόν, θρησκεία, και νομική, πολιτική και πολιτισμική παράδοση- ενώ η Πολιτεία του Ρουσσώ είναι μια ακόμη μοντέρνα Δυτική θεωρητική άποψη, βασισμένη πολύ στην μη-Ρωμαϊκή, μη-Χριστιανική και μη-Βυζαντινή αντίληψη της ανθρώπινης φύσεως και ιστορίας. Στην θεωρητική του Πολιτεία, όλα τα θέματα αξίας που καθορίζουν το κοινό καλό διευθετούνται μέσω της «γενικής βουλήσεως», η οποία δεν δεσμεύεται από καμία θρησκεία, παράδοση, θεσμό, Σύνταγμα, συμβόλαιο ή ακόμη και την πραγματικότητα. Οι άνθρωποι είναι ελεύθεροι να χτίσουν έναν νέο πολιτισμό όπως αυτοί τον θέλουν: απλά χρειάζονται έναν φωτισμένο νομοθέτη να τους δείξει το πώς. (Ο Ρουσσώ είδε τον εαυτό του σε αυτόν τον ρόλο και πραγματικά προσέφερε την βοήθειά του στην επανάσταση της νομοθεσίας στην Πολωνία και στην Κορσική.)

Αλλά αυτό που βλέπει ο Κύριος Καλδέλλης στον Ρουσσώ -η ιδέα ότι οι άνθρωποι που εκφράζουν την βούλησή τους στον Βυζαντινό τρόπο, εδραιώνουν την κυριαρχία τους πάνω από την κυβέρνηση εξωδικαστικά- είναι ο λόγος που ο Ρουσσώ εξακολουθεί να συναγωνίζεται τον Μαρξ ως ο σημαντικότερος προφήτης της προόδου, και ο λόγος που οι προοδευτικοί ακαδημαϊκοί μπορούν να πιστεύουν ότι μπορούν να εναγκαλιστούν τις αναδιατυπώσεις του Κύριου Καλδέλλη για το ότι οι Βυζαντινοί ήταν κοσμικοί δημοκράτες. Ο Κύριος Καλδέλλης δείχνει ότι η δημοκρατία μπορεί να εννοηθεί με διαφορετικό τρόπο σε διαφορετικούς ανθρώπους. Στην Αμερική, οι συντηρητικοί την εννοούν ως ομαλές εκλογές και αυστηρή τήρηση του γραπτού νόμου και των νομικών κατασκευών., αλλά για πολλούς προοδευτικούς Αμερικάνους σημαίνει δημόσιες διαδηλώσεις, πολιτική ανυπακοή και συντονισμένος εκφοβισμός. Η αριστερά την αντιλαμβάνεται ως την βούληση των ανθρώπων οι οποίοι αφού μόνοι τους αποφασίζουν για το κοινό καλό, τότε η υψωμένη γροθιά δείχνει μια καλύτερη εκτίμηση του καλού από το σήκωμα των χεριών, όταν το σύστημα αποτυγχάνει να τους ικανοποιήσει, και τότε κάποιοι άνθρωποι θα εξεγερθούν και κάποιοι άλλοι όχι.

*Ο Brian Patrick Mitchell είναι συγγραφέας του βιβλίου «Eight Ways to Run the Country» και αρχιδιάκονος της Ορθόδοξης Εκκλησίας στην Αμερική.

Αναδημοσίευση και μετάφραση από το The American Conservative

Δεν υπάρχουν σχόλια:

Δημοσίευση σχολίου

Μας ενδιαφέρουν οι άποψεις σας και οι διαφωνίες σας.
Ο γόνιμος διάλογος μας κάνει όλους πιο σοφούς.

Related Posts Plugin for WordPress, Blogger...