"Είμαστε ένας λαός με παλικαρίσια ψυχή, που κράτησε τα βαθιά κοιτάσματα της μνήμης του σε καιρούς ακμής και σε αιώνες διωγμών και άδειων λόγων. Τώρα που ο τριγυρινός μας κόσμος μοιάζει να θέλει να μας κάνει τρόφιμους ενός οικουμενικού πανδοχείου, θα την απαρνηθούμε άραγε αυτή τη μνήμη; Θα το παραδεχτούμε τάχα να γίνουμε απόκληροι"

Γιώργος Σεφέρης

Σάββατο 21 Μαρτίου 2015

Η περίοδος της κατοχής 41'-44' και η χαμένη ευκαιρία υπό το πρίσμα του Κ.Ζουράρι

(Καθιστούμε εξ αρχής σαφές ότι σε πολλά σημεία του παρακάτω αποσπάσματος διαφωνούμε, αλλά παρ' όλα αυτά το απόσπασμα μπορεί να αποτελέσει πηγή χρήσιμων συμπερασμάτων)

Στην αρχή με την Αλβανία , την Κατοχή και την Αντίσταση οι Έλληνες έκαναν την δεύτερη απόπειρα του αυτοσεβασμού τους, μετά την πρώτη των νέων τους χρόνων, αυτή του 21'. Την άνοιξη του 1941, η Ελλάδα βρήκε μία αναπάντεχη άνοιξη ξαναβρέθηκε μετά από αιώνες, δύο-τρεις ίσως, μόνη με τον εαυτό της. Κατακτημένη αλλά ελεύθερη, υπήρχαν βέβαια οι Γερμανοί, αλλά μήπως δεν υπήρχαν παλιά οι Τούρκοι ; 
   Την άνοιξη του 41' , η Ελλάδα, χωρίς να το ξέρει ακόμη, μπήκε σε μία συναρπαστική περιπέτεια, που μπορούσε ίσως να την ξαναγυρίσει στην Ελλάδα: τα φασιστοειδή, η αεριτζίδικη Δυναστεία και οι ρακοσυλλέκτες της μειοδοσίας, τρυπώνουν τυφλοπόντικες στα αγγλικά πλοία, και ξεχειλώνουν στην Αίγυπτο, κουβαλώντας όπως μας θυμίζει αηδιασμένος ο Σεφέρης, κλεμμένο δημόσιο χρυσάφι και αναξιόχρεα χρεόγραφα της ξενοκίνητης νομιμότητάς τους. Τι ακόμη είχε ξεκουμπιστεί μαζί τους;
    Το κράτος. Το βαυαρέζικο κράτος των εισηγμένων αστών, των εισαγόμενων διαφωτιστών, της ετεροκίνητης πολιτικής κοινωνίας. Η διάλυση της μεταξικής αγυρτείας μέσα -ειρωνεία- από τη γερμανική κατοχή, οδήγησε σε μία προσωρινή αφασία το σύνολο των αστικών τερτιπιών, που είχε μπολιάσει επί 110 χρόνια την Ελλάδα.
     Στρατός, Δικαστήρια, Δίκαιο, θεσμοί συναλλαγής και επικοινωνίας, και κυρίως τα δέοντα πρόσωπα, που κυκλοφορούσαν μέσα σε όλα αυτά, ή είχαν λακίσει ή είχαν χρεοκοπήσει.
    Τι έμενε την άνοιξη του 41', εκεί στον τόπο, επί τόπου;
Μα έμενε ο τόπος. Έμενε η Ελλάδα, επιτέλους μόνη, με μία παρωνυχίδα στρατιωτικής υφής, τη γερμανική κατοχή, που όλοι το μυρίζονταν, ότι θα είχε αργά ή μάλλον γρήγορα την τύχη των στρατών κατοχής: κακή. 
    Πως δηλαδή η Ελλάδα επιτέλους μόνη ;
Έμεινε η αγροτική Ελλάδα των βουνών και των νησιών, εφτά στους δέκα Έλληνες με άλλα λόγια, χωρίς τη σκιώδη  έστω παρουσία του χωροφύλακα, του δικαστή, του φορατζή. Έμειναν οι βουνίσιοι, οι καμπίσιοι και οι θαλασσινοί μόνοι με τις παραδόσεις και τις συνήθειες τις αρχέγονες, που ελάχιστα είχε ακροθίξει η βαυαροκρατία και ο καινόφιλος βενιζελικός εκδυτικισμός. Έμειναν οι μικρασιάτες πρόσφυγες, στιβαρή μνήμη του βασιλικού γένους της καθ' ημάς Ανατολής, στις παρυφές της Αθήνας και της Θεσσαλονίκης. Και έμειναν οι κάτοικοι των ψευτοπολισμάτων αυτής της νεότερης ελλαδικής Ελλάδας, με έντονα καθημερινή την γεύση της «γεροντομάζοξης» και των προσωπικών θεσμών, που διέπουν την διάρκεια -μέσα από την ασυνέχεια- του Κοινού των Ελλήνων. Ο νόμος του αστικού, δυτικού κράτους είχε σπάσει.
   Οι Έλληνες μέσα από την τυχερή ατυχία της ναζιστικής κατοχής, λυτρώνονταν από τα δεσμά των δυτικών αστικών θεσμών και της εγχώριας  δυτικόφρονης νομοκρατίας, ξαναβρίσκοντας την αρχέτυπη προσωποπαγή συναλλαγή τους :  ... και μη μετά νόμον ... εθέλομεν κινδυνεύειν. Ναι... διακινδυνεύουμε πρόσωπο με πρόσωπο...χωρίς μεσάζοντες.
   Πως έμειναν οι Έλληνες επιτέλους μόνοι;
Έμειναν μόνοι με τη σύναξή τους, την άμεση δημοκρατία και τους ανάλαφρους θεσμούς, με το κατ' οικονομίαν θέλημα των κοινωνών μέσα στην ιερή τους κοινότητα, με τη λογοδοσία και τον καυγά ενώπιος-ενωπίω, μπροστά στην εκκλησία του δήμου, με την ευχαριστιακή κοινότητα που διαιτητεύει, που χαρίζεται και λίγο στους αδίκους χωρίς να χαϊδεύει συνέχεια τους δικαίους, με την κοινοκτημοσύνη της αγγαρείας για τα κοινά έργα, με την ενορία που ενώνει τους χωρισμένους και μαλακώνει όσο γίνεται τους κακιωμένους. Με τους αρματολούς, τους κλέφτες. Με τους πόρνους, τους αλήτες και τους άγιούς της.
  Οι Έλληνες έμεινα επιτέλους μόνοι, πολίτες-οπλίτες της ισηγορίας, της ισονομίας και της ίσης φασαρίας μέσα στην ευχαριστία και στην αδικία της ενορίας. Πρόσωπο με πρόσωπο, χωρίς μεσίτες και πρωτοδίκες. Ει γαρ δια νόμου η δικαιοσύνη, άρα Χριστός δωρεάν απέθανε, έτσι δεν είναι; Θα τα βρούμε ή δεν θα τα βρούμε μόνοι μας. Λογοδοτώντας στην Αγία Τριάδα, δηλαδή στον πλησίον διπλανό μας μέσα στην κοινότητα και όχι πρωτοκολλώντας τις αιτήσεις στον τμηματάρχη άλφα. Θα τα βρούμε ή δεν θα τα βρούμε με την κατά παραχώρησιν θέληση και όχι με μια στυγνή απόφαση. 
   Οι Έλληνες όμως δεν τα κατάφεραν να μείνουν μόνοι.
  Έχασαν.
Γιατί και ποιοι είναι οι φταίχτες;
Το γιατί δεν το ξέρει κανείς. Ανήκει στην τραγωδία.
Για τους φταίχτες είναι λίγο πιο εύκολο.
   Φταίμε όλοι, άλλος λίγο, άλλος πολύ.
Φταίνε πιο πολύ οι δεξιοί, γιατί ήταν η εξουσία που είχε χρέος να είναι ήπια, και άλλωστε το ψάρι βρομάει πάντοτε από το κεφάλι, αλλά οι δεξιοί ήταν έτσι κι αλλιώς απολωλότα πρόβατα και γενιτσαρικά τάγματα.
    Φταίνε λίγο-πολύ οι δημοκράτες, γιατί επαμφοτερίζανε συνεχώς ανάμεσα σε μία δυτικόπληκτη ροπή τους και μία ντόπια νοσταλγία τους. Φταίνε και οι κομμουνιστές, αλλά αυτοί ήταν λόγω κομματικής παιδείας δυτικόφρονες φουκαράδες και ήταν λίγοι και νεήλυδες, ήταν και πατριώτες. Μέτρια σύγχυσις δηλαδή.
   Φταίνε και οι άλλοι οι ξένοι , άλλος λίγο, άλλος πολύ, ανάλογα με την δύναμή του, αλλά αυτοί τη δουλειά τους κάνουνε, άρα δεν φταίνε.
   Οι Έλληνες φταίξαμε και χάσαμε.



Κώστας Ζουράρις, γελάς,ελλάς,αποφράς, Αρμός, 20-23

Δεν υπάρχουν σχόλια:

Δημοσίευση σχολίου

Μας ενδιαφέρουν οι άποψεις σας και οι διαφωνίες σας.
Ο γόνιμος διάλογος μας κάνει όλους πιο σοφούς.

Related Posts Plugin for WordPress, Blogger...